6/11/08

Δάσπαστα Ρέικια


Η ψυχή μου είναι μια λίμνη γεμάτη σάπια νούφαρα και ψόφια ψάρια που επιπλέουν ανάμεσα. Αυτό ονειρεύομαι τα βράδια τελευταία...

Δάσπαστα Ρέικια.

Αυτή είναι η λίμνη.

Κι ο θάνατος εκεί στοιβάζει τη ρουτίνα του. Μύγες που πετούν και τρώνε τα κουφάρια και σκουρόχρωμος αφρός ξεβράζεται απ’ τα νερά στις όχθες.

Ποιος εφιάλτης πιο συχνός και δυνατός θα επιβληθεί σε αυτόν, για να γλιτώσω από αυτή την εμμονή;

Ανάλγητο με είχες πει.

Τον δικό μου πόνο πάντως, τον νιώθω.

Τον νιώθω καλά και ξέρω πως είναι λίγος κι απ’ τον δικό σου.

4/11/08

Η διαθήκη του Ροντέν


Συμβούλευε ο δάσκαλος Ροντέν τους ζωγράφους: «Να εξασκείστε χωρίς σταματημό. Πρέπει να λιώσετε στη δουλειά».

Τον άκουσα κι εγώ και κέντησα πάνω στον καμβά μου με τα πιο ωραία, τα πιο φανταχτερά χρώματα, καμπύλες γραμμές, ευθείες, όνειρα, θέλω, πιστεύω…

Κι όταν είχα φτιάξει μια όμορφη εικόνα, είπα να προσθέσω, εκεί στην άκρη (στη θέση που κανονικά θα έπρεπε να βάλω τη τζίφρα μου) μια πινελιά, τόση δα. Ήταν η αμφιβολία. Ήταν η απρόσμενη συννεφιά, που κρύβει το «ουδέν κρυπτόν». Ήταν ο όφις. Η αρρώστια.

Από τότε μπήκαν κι άλλες πινελιές, μουτζούρες, η μια προσπαθούσε να σώσει την άλλη, που αποδεικνυόταν «κατά κανόνα» ομορφότερη. Μέχρι που τα χρώματα καλύφθηκαν από σκούρες σκιές. Εξασκούμουν συνέχεια. Δε σταμάτησα μια στιγμή.

Όλες οι μετρήσεις με τη βελόνα ή πολλές φορές με το ίδιο μου το δάχτυλο και την άκρη του πινέλου, χαθήκανε. Οι προοπτικές χαθήκανε. Κι εγώ συνέχισα να προσπαθώ.

Η απόδοση του χώρου έγινε ρευστή. Κοιτώντας το έργο μου, χρόνος και χώρος μπλέκονταν μεταξύ τους. Το τώρα μου και το τότε μου. Τα χρυσά χρόνια κι αργότερα τα αργυρά, τα χάλκινα, τα σιδερένια, τώρα τα πλαστικά. Τα ελαστικά μου χρόνια. Τα ευέλικτα.

Οι γραμμές μου τώρα είναι βαριές και οι αναμνήσεις ρέουσες.

Μια συννεφιά απαστράπτουσα αγκαλιάζει τον λόφο με τα δέντρα στο βάθος και δεν είναι καλοκαίρι, όχι. Χειμώνα φέρνει αυτή η αντάρα κι εμένα στο Θησείο να σου κρατώ το χέρι και να βρέχει. Στη Χαλκίδα μπρος στο παλιό καρνάγιο και να βρέχει. Κάτω από το σπίτι σου, στην πλατεία, να μου λες πως θες να γίνεις μάνα μέχρι τα τριάντα, μια κανονική ζωή και κάποιον να εμπιστευτείς και να βρέχει.

Θα ήθελα να σταματήσω. Να τα ξαναδώ όλ’ αυτά.

Με καθαρό βλέμμα.

Με καθαρό καμβά, δάσκαλε.

Κι αυτή τη φορά να γνωρίζω πως η πρώτη έμπνευση, είναι η πιο δυνατή κι αυτή που τελικά θυσιάζεται για να μπορείς μετά να δεις όλες τις άλλες, για να ζυγίσεις σωστά τις μορφές, να ελαφρύνεις τις γραμμές και ν’ αναγνωρίσεις πως η πρώτη έμπνευση, είναι η πιο ακριβή. Κι η πιο σπάνια, η μοναδικά μοναχική. Καταδικασμένη να «βελτιωθεί» μόνο και μόνο για να στοιχειώνει μέχρι το τέλος έναν τελειωμένο, ήσυχο γέρο.

Εξασκήθηκα πολύ. Και τώρα, η ψυχή μου, δάσκαλε, είναι ένας βόθρος. Η αποφορά που αναδύεται είναι ανυπόφορη και πρέπει να χυθούν τόνοι τσιμεντοκονιάματος για να σκεπάσουν τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις.

Η παραγωγή αποβλήτων έχει το επίκεντρό της βαθιά, κάπου στο κέντρο αυτού του λάκκου (γιατί πάτο δεν έχει σίγουρα). Φαντάζομαι πως θα είναι κάτι σαν μια πελώρια μαύρη τρύπα, που ξερνάει διαρκώς το παρελθόν. Αυτό που έχει πρώτα ρουφήξει από μιαν άλλη διάσταση μνήμης. Εκεί που μάλλον κάποτε κι εγώ υπήρξα.

Κι όσο για τη διαθήκη σου, δάσκαλε, μπορείς να την πάρεις και να την χώσεις στον κώλο σου.

Αν η συμβουλή σου είναι το «να εξασκείστε μέχρι να λιώσετε», εγώ το έχω ήδη καταφέρει.

3/11/08

Οι


Δε λες.
Δε λες τι θες.
Τι θες;
Τώρα που η αναζήτηση τελείωσε,
φοβάσαι και δεν ρωτάς:
«Τελείωσε;»
Μόνο περιμένεις,
να δεις τι θα πούμε εμείς.
Κι εμείς το ξέρουμε. 
Γι’ αυτό κοιτάμε έξω απ’ το παράθυρο
και συζητάμε τον καιρό.
Και σε πιάνει εσένα ο κόμπος στο στήθος
Και λες:
«Να μην τους είχα δίπλα μου,
τους ζωντανούς που έχω!»