8/12/08

Στον Αλέξη


Σε κοιτάω στη φωτογραφία
και δεν ξέρω τι να σου πω.
Αν σε γνώριζα νωρίτερα,
θα σου ‘λεγα για το Κόμμα και την Υπόθεση,
που ‘χουν μπει στο «ψυγείο»
από το ’40.
Και θα κούναγα το κεφάλι
με συγκατάβαση,
όταν θα ‘λεγες για την Επανάσταση.
Δεν είναι ακόμα η ώρα,
θα σου ‘λεγα, συντροφάκο.
Οι συνθήκες δεν είναι ώριμες.
Μα εσύ δεν θα καταλάβαινες από «συνθήκες»
και «αναλύσεις».
Θα μου γύριζες την πλάτη
και θα ‘βγαινες βόλτα στην πλατεία
ή θα πήγαινες την Κυριακή για μπάλα
και μετά νωρίς για ύπνο
γιατί Δευτέρα έχει σχολείο.

Σε κοιτάω στην φωτογραφία
και δεν ξέρω τι να σου πω τώρα.
Τι να πεις στη δίψα για ελευθερία;
Πώς να της πεις να περιμένει;
Απόψε έχει φωτιές παντού.
Αυτή η αναμονή που κρατάει
γενιές ολόκληρες στον γύψο
καίγεται σε κάδους στο κέντρο της Αθήνας.
Αύριο μπορεί να μην έχει αλλάξει τίποτα.
Αλλά μπορεί να έχουν αλλάξει και τα πάντα.


6/12/08

Η μέρα η χθεσινή


Η χθεσινή μέρα
Είχε κάτι το ασυνήθιστο.
Το ξέρω.
Απλώς δεν θυμάμαι τι.
Πρέπει κάτι σπουδαίο να έκανα.
Κάποιον σημαντικό να γνώρισα.
Να ξαναβρήκα μήπως
έναν χαμένο από χρόνια φίλο;
Ή μήπως
έναν μεγάλο έρωτα να έζησα;
Κάτι ξεχωριστό πρέπει να έγινε,
που, όμως, τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ.
Πρέπει να ήταν μεγάλη μέρα
η χθεσινή.

Κι όπως πνίγομαι μες σε τέσσερις τοίχους,
λέω: «Μήπως όλα τα ονειρεύτηκα;
Μήπως τίποτα δεν έγινε;
Η φαντασία μου μπορεί να ζει αντί για μένα.
Μάλλον ψέμα ήταν η ημέρα η χθεσινή.»
Κι όσο πάνω της ζητώ να γαντζωθώ,
εκείνη φεύγει σα να κρατώ αέρα ή νερό.
Κι όπως η μνήμη με προδίδει
σκέφτομαι πως μάλλον τα ίδια θα λέω κι αύριο
για τη μέρα τη σημερινή…

2/12/08

Μια φορά κι έναν καιρό


Ένας γοργόνος πίνει φαρμάκι.
Μόνο φαρμάκι.
Δεν ανασαίνει, έτσι, χωρίς λόγο, όταν μπαίνει στα βαθιά,
παρ’ ότι διαθέτει βράγχια
κάτω απ’ τις μασχάλες.
Ένας γοργόνος στέκει κλινήρης
και νωχελικός,
ως συμποσιαζόμενος ρήτωρ,
στον βράχο,
που ‘ναι σκαμμένος απ’ τη θάλασσα
σαν ανάκλιντρο
κι από κει μιλά στα κύματα.
Λυσσάει τα βράδια
και χτυπιέται.
Μεθάει γρήγορα
και ροχαλίζει όταν κοιμάται.
Ένας γοργόνος,
δεν πιστεύει πια στα παραμύθια.

Κάτω Πατήσια


Στα Κάτω Πατήσια έχει πάντα ίσκιο.
Δε λέω πως δε μ’ αρέσει.
Και γι ‘αυτό ανησυχώ.

Μεγαλώνοντας μου ‘πανε
πως είναι αφύσικο για ένα παιδί να μεγαλώνει δίχως φως,
μπουσουλώντας στους πιο βρώμικους δρόμους της Αθήνας.
Όχι ότι έπαθα κάτι. Όχι.
Ούτε εγώ, ούτε οι άλλοι.
Απλά μερικές φορές το σκέφτομαι και μου κάνει εντύπωση.


Ακόμα περπατώ τα ίδια δρομάκια.
Ακόμα ψάχνω να βρω μερικά τετραγωνικά ουρανό,
κοιτώντας ψηλά, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι,
κι εκεί, ίσα που χωράω να σταθώ
και μετά βίας με παίρνει να τεντώσω το κεφάλι προς τα πάνω.


Στα Κάτω Πατήσια οι πολυκατοικίες
κάνουν μαθήματα ταξικής διαστρωμάτωσης.
Στο υπόγειο, Ινδοί – Πακιστανοί και μαύροι.
Στο ισόγειο, Αλβανοί – Πολωνοί – Ρουμάνοι.
Οι Έλληνες ξεκινάμε από τον πρώτο όροφο.


Μερικοί ενοχλούμαστε,
όχι από το μπαλκόνι – ικρίωμα,
αλλά από τους ξένους που ‘χουνε γεμίσει τη γειτονιά.
Λες και φταίνε αυτοί για τα μπαλκόνια μας,
που δε μας χωράνε.


Ήρθαν στη «χώρα μας»
κι εκτός από τις δουλειές, τις γυναίκες και τη γλώσσα μας,
μας κλέβουν και μέτρα απ’ τα μπαλκόνια μας…