17/1/09

Παιχνίδια με βώλους.





Δεν φανταζόμουν πόσο πολύ

θα μπορούσαν τα πράγματα να μου στέκονται εμπόδιο.

Το φλιτζάνι του καφέ, το τασάκι, το τραπέζι,

οι τοίχοι του σπιτιού μου, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα.

Ακόμα κι ο καπνός απ’ το τσιγάρο που είχα κόψει

ήρθε να γίνει τώρα συνήγορος υπεράσπισης των πραγμάτων...

Όλα είναι ένα μεγάλο εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

Δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα

κι έτσι λικνίζομαι στην καρέκλα μου

στο ρυθμό της σταγόνας που σκάει αργά

μέσα στα βρομόνερα του νεροχύτη.

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Μέρες-άπλυτα-πιάτα»…

 

Έξω η πόλη, που φωτιζόταν γλυκά απ’ τις φλόγες,

έχει πέσει κι αυτή από χθες σ’ ένα πηχτό σκοτάδι.

Οι σκουπιδιάρες του δήμου

γυρεύουν να μαζέψουν τα άχρηστα του κόσμου.

Και κάθε φορά που τις ακούω να περνάνε,

τρέχω να μαζέψω κάτι φίλους

και δυο-τρεις γκόμενες απ’ τα παλιά,

που’ χουνε ξεμείνει σε τρύπιες σακούλες που στάζουν,

να προλάβω να τις κατεβάσω

γιατί τις έχω αφήσει καιρό και μου βρωμάει το σπίτι.

Μετά πάλι λέω, κι αύριο μέρα είναι…

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Φίλοι-γκόμενες-σκουπίδια»…


Κι έτσι κάθομαι και σκέφτομαι κι εσύ τώρα τί να κάνεις.

Σε βλέπω να πουλιέσαι Αθηνάς κι Ευρυπίδου γωνία.

Να βογκάει πάνω σου κόπια-Καζαντζίδης

και να σε παίρνει κάποιος κακομοίρης

για μισό μεροκάματο στα γρήγορα.

Κι έτσι έρχεσαι λίγο πιο κοντά,

σ’ ένα τοπίο που γνωρίζω.

Και δεν υπάρχουν πια εμπόδια

γιατί όλα τα πράγματα μπαίνουν στη σειρά τους

να γίνουν πράγματα δικά σου.

Κι εγώ ένας ξένος,

«να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε»,

που τον πήρε λίγο ο ύπνος μέχρι να πας στο μπάνιο να πλυθείς.

 

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Όνειρο-πόρνη-απόσταση»…

 

Μεγαλώσαμε.










Μας πήρε πολλά χρόνια να μεγαλώσουμε.

Και να μιλάμε σαν ενήλικες.

Σοβαρά. Μετρημένα.

Μέτρα τα λόγια, βάλτα στη σειρά και να’ να λίγα ε;

Όχι σπατάλες με τα λόγια γιατί κοστίζουν.

Και δεν είμαστε να ξοδευόμαστε τώρα, φτάνουν τα τριάντα.

Έρχονται δύσκολα χρόνια.

Δεν είμαστε να σκορπιόμαστε.

Τώρα είναι καιρός να φυλάμε τα νομίσματα,

να τα κρατάμε καλά κρυμμένα μέσα μας,

σαν εκείνους τους γεροκουρελήδες που τρώνε μια ζωή ζητιανεύοντας

κι όταν πεθαίνουν είναι πλούσιοι μέσα στα στρώματα…

 

Τώρα, κι αν θες να πεις και κάτι παραπάνω, πες το.

Κάνε πως έριξες ένα κέρμα μες στη λίμνη.

Για μια ευχή.

Τι ψυχή έχει ένα κέρμα;

Και πόσο κοστίζει μια ευχή;

Έχει γεμίσει η λίμνη κέρματα. Πλούσιος ο βυθός.

Ένα μεγάλο στρώμα να βουλιάξεις μέσα.

Και να μη βγεις ποτέ στην επιφάνεια.

Να μείνεις εκεί, μαζί με τα νομίσματά σου.

Να αγοράζεις τη ζωή σου

και να πληρώνεις μετρητοίς.

 

Μόνο πρόσεχε, όχι υπερβολές.

Μεγαλώσαμε κι έρχονται τα τριάντα, τα σαράντα…

Μην ξεμείνεις και δεν έχεις ν’ αγοράσεις χρόνια…

Και πεθάνεις κουρελής πριν προλάβεις να γεράσεις.

Θέλει μέτρο και σοβαρότητα η ζωή.

Μεγαλώσαμε…