30/8/08

Γυναίκα: Με λέξεις δεν περνάς την πόρτα μου. Πρέπει να πληρώσεις.

Για όλ’ αυτά που πέρασα.
Πρέπει να πληρώσεις.

Όταν σε γνώρισα ήσουν τόσο μικρός που σε έκλεινα στην παλάμη μου. Σε έβαζα στον κόρφο μου και σε ταξίδευα, σε έπαιρνα μαζί μου σ’ αυτό το σπίτι δίπλα στη θάλασσα, μες στις αγριελιές. Η ξύλινη στέγη ήταν δύριχτη και τα χοντρά μαδέρια της στηρίζονταν πάνω μας. Μου είχες πει πως ο ήχος των κυμάτων σε ζαλίζει. Κι εγώ σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου και σε έπνιγα.

Σε κοίταζα τα βράδια που κοιμόσουν.
Έσμιγες ανεπαίσθητα τα φρύδια σε μια σκιερή έκφραση απορίας.
Τί δεν καταλαβαίνεις; Σου έχω ψιθυρίσει στο αυτί τόσες φορές κι όμως εξακολουθείς με τα κλειστά σου μάτια να ρωτάς.

Πήρα στα δόντια το ξυράφι που έκρυβα στο κομοδίνο και ξανάνοιξα την μικρή τομή πάνω από τον αυχένα στο σημείο που είχα αφαιρέσει ένα μικρό κομμάτι από το κρανίο σου την πρώτη νύχτα που πλαγιάσαμε μαζί. Έκοψα με τα δόντια μου ένα κομμάτι από το μυαλό σου. Μασώντας το αργά σου ψιθύρισα: «Για πάντα… σταμάτα πια να με ρωτάς. Για πάντα».

Όταν ξύπνησα το πρωί δεν ήσουν εκεί. Ανησύχησα.
Δε σε άκουγα να τριγυρνάς στην κουζίνα ανοιγοκλείνοντας ντουλάπια. Ούτε μύρισα καμένο καφέ στο γκαζάκι. Τότε έκλεισα τα μάτια κι έφερα το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι μου. Άρχισα να κουνιέμαι ρυθμικά πάνω στο στρώμα, σα να ήμουν ξαπλωμένη πάνω στο τεντωμένο δέρμα ενός τυμπάνου. Και η ταλάντωση με σήκωνε ψηλά, πάνω από το κρεβάτι, πάνω από το ταβάνι του μικρού διαμερίσματος και πάνω από την ταράτσα της πολυκατοικίας και τότε σε είδα μέσα σ’ ένα στενάκι γονατισμένο και τυλιγμένο σαν έμβρυο με την πλάτη στον τοίχο να κλαις και να βυζαίνεις ένα τσιγάρο. Τότε ένιωσα σιγουριά και μετά από μια αστραπιαία πτήση προς τον ήλιο, γύρισα πίσω και πήγα να βαφτώ για τη δουλειά.

Καθώς χάιδευα τα χείλια μου με το κραγιόν μουρμούριζα: «πάντα θα είσαι τόσο μικρός, τόσο αδύναμος»…

Χαμογέλασα στον καθρέφτη. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Τράβηξα τα μάτια μου προς τα πίσω με τις παλάμες μου. Δέκα χρόνια νεότερη, σκέφτηκα. Τί σημασία έχει… Ακόμη μπορώ να κλείνω το μάτι. Κοίτα! Έκανα την κοινότυπη γκριμάτσα στον καθρέφτη του μπάνιου. Χαμογέλασα. Έφτιαξα το σουτιέν κι έστρωσα το μπλουζάκι μου.

Η νύχτα μόλις άρχιζε.
Καληνύχτα.

29/8/08

Άντρας: Με πήρες πολύ μακριά.
Και τώρα δε θυμάμαι πώς να γυρίσω πίσω.
Σαν τα μικρά παιδιά που χάνονται και δεν ξέρουν (δεν θυμούνται) πού είναι το σπίτι.

Γυναίκα: Η επίθεσή σου στις 4.30 π.μ.
Η επίθεσή σου, με βρήκε στην ανάπαυση.
Στη συνουσία με τον εαυτό μου.
Μπήκες μέσα μου σα κλέφτης κι αποστάλαξες απροσδιοριστία.

Άντρας: Όταν καλύπτεσαι πίσω από το ζωγραφιστό χαμόγελο, τρέμουν τ’ ακροδάχτυλά σου κι έτσι ξέρω πως σε λίγο θα χωριστείς από το σώμα σου και μέσα σε μαύρο πέπλο θα χορέψεις στροβιλίζοντας στο δωμάτιο, τινάζοντας τη μέση και τα χέρια σου, θα πετάξεις έξω από το παράθυρο.
Καληνύχτα λοιπόν.

Γυναίκα: Καληνύχτα.

Άντρας: Και πριν από αυτό; Πώς χωριζόμασταν πριν απ’ αυτό;
Ήταν μ’ ένα φιλί; Ή μήπως δεν ήταν καθόλου;

Γυναίκα: Μήπως δεν υπήρχε χωρισμός πριν κουνηθούν η γλώσσα και τα χείλια στο ρυθμό της;
Χορεύουν τα χείλια σου «Καληνύχτα». Χορεύεις.

Άντρας: Όλα περνάνε. Ξέρω, όμως, πως αυτό θα αργήσει. Ίσως και να μην προλάβω να το δω τελικά να περνάει. Ίσως δε φτάσει μια ζωή. Περιμένω καπνίζοντας. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας. Παρατηρώ μια ρωγμή. Κάθε βράδυ. Περιμένω. Ξέρω πως ποτέ δε θα κλείσει.
Κι εσύ έχεις γίνει πέτρα. Κομμάτι του τοίχου. Και σκέφτομαι: «μηδενική ανοχή». Μηδενική ανοχή στο χρόνο, στη φθορά. Και κάθε φορά η ρωγμή αλλάζει θέση. Άλλοτε είναι το στόμα σου, άλλοτε το μάτι σου, το χώρισμα ανάμεσα στα πόδια σου.

Στέκομαι με τα χείλια μου στο τζάμι και ψελλίζω: «Μια γέφυρα, ρίξε μου μια γέφυρα». Κλείνω τα μάτια κι ανοίγω το βήμα μου για να περάσω μέσα απ’ το τζάμι. Στο δρόμο κάτω από τα πόδια μου σπάει η άσφαλτος υγρή. Κι εσύ κάθεσαι σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο στην ακροθαλασσιά. Σφυρίζουν τετράτροχα πλοία στα πόδια σου. Περνούν περαστικοί και σταματούν μπροστά σου. Κουνάνε το κεφάλι χαιρετώντας και σου απλώνουν το χέρι.

Κι εγώ που πάντοτε μένω μοναχός, ρίχνω τσίγκινα καπάκια αναψυκτικών στα κύματα κι αποτσίγαρα. Βλέπω πως ταξιδεύουν, πως δεν βουλιάζουν. Και σιχαίνομαι αυτό που είσαι, αυτό που με έχεις κάνει και ξέρω πόσο σε θέλω, πόσο σε χρειάζομαι.

Με πιάνουν ρίγη και λούζομαι στον ιδρώτα μου. Τρυπιέμαι τα βράδια. Αργά, όταν έρχεσαι.
Δεν είναι περίεργο πώς μερικές φορές το σχήμα του προσώπου ενός ανθρώπου που έχεις γνωρίσει αλλοιώνεται με το χρόνο; Στην αρχή έχεις στο μυαλό σου μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα του υποκειμένου και μέσα σε λίγες μέρες ξεκινά η αφαίρεση στοιχείων.

Στην αρχή δε θυμάσαι πολύ καλά την έκφραση. Τα μάτια, το στόμα, πώς μεταλλάσσονται στο θυμό, στο γέλιο, στην απορία. Έπειτα ολόκληρες κινήσεις, αντιδράσεις… Στο τέλος μάλλον παραμένει μια αφηρημένη εντύπωση-πλαίσιο του προσώπου μέσα στο οποίο εναποθέτεις δικές σου προβολές. Έτσι το υπό-κείμενο γίνεται από-κείμενο, μακρινό, ασαφές και ταυτόχρονα αντι-κείμενο, καθώς τη θέση του παίρνει μια ενεργός δικιά σου κατασκευή…

«Πώς θα ήθελα εγώ να είναι;», αυτή είναι η μη συνειδητή ερώτηση στην οποία απαντά η φαντασία σου κατά τη δημιουργία του ‘Άλλου και ανάλογα με την απάντηση, αυτό το Άλλο διαμορφώνεται. Έχεις σκεφτεί ποτέ τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει αυτό το Άλλο, τη στιγμή που αρχίζει να αντικειμενοποιεί όλες τις προσδοκίες σου, τα πρότυπα κι όλες τις ασυνείδητες επιθυμίες σου; Σε αυτό το σημείο πρέπει να πραγματώνεται η αντιστροφή. Η κατασκευή παίρνει τη θέση της πραγματικότητας στη συνείδησή σου. Το από-κείμενο γίνεται α-κείμενο, εξαϋλώνεται κάτω από το βάρος του αντί-κειμένου, του οποίου με περισσή φροντίδα έχεις επιμεληθεί τη δημιουργία, κι έτσι το Άλλο ολοκληρώνεται. Ακολουθεί με τον ίδιο τρόπο η τοποθέτησή του μέσα στο χώρο, που κι αυτός με τη σειρά του μεταλλάσσεται σε ου-τόπο, πλαίσιο απροσδιόριστο, θολό, χώρος μέσα στον οποίο ποτέ δεν υπήρξε το υποκείμενο.

Προσπαθώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου και δεν μπορώ. Θυμάμαι το χαμόγελό σου. Διάφορα επιμέρους στοιχεία. Η ώρα είναι 2.10. Και κάπου εδώ η φαντασία παίρνει τη θέση της πραγματικότητας…

Καληνύχτα…