6/5/10

Τρεις νεκροί ''απεργοσπάστες''


Μπορεί να 'μουν εγώ ή εσύ.
Ο ξινομούρης στη δουλειά,
ο χαφιές του αφεντικού,
το ''πρόβατο'' που τρώει
ό,τι του σερβίρουν στα κανάλια,
ο ''παπαγάλος'',
ο "κολλημένος" που δεν καταλαβαίνει.

Ή μπορεί να 'ταν αυτός στην γκαρσονιέρα δίπλα
με τα δυο παιδιά
ή ο κολλητός μας,
που σπούδαζε με δάνεια μέχρι τα τριάντα
για 800 το μήνα κι αν
κι έχει τα χρέη στο λαιμό.

Μπορεί αυτή τη φορά
να μην μπορούσαν ν' απεργήσουν
ή και να μπορούσαν...

Μπορεί να 'μουν εγώ.
Μπορεί να 'σουν εσύ.
Όπως και να 'χει,
ήταν κάποιοι από μας.

30/4/10

Γεννέθλια


Πόσες γιορτές μετράς
μέσα σε γυάλινα μάτια;
Είναι τα μάτια των φίλων στο μυαλό σου
σαν οθόνες τηλεόρασης.


Έχει γίνει η ζωή σου
ταινία μικρού μήκους,
που σάρωσε τα βραβεία
σε φεστιβάλ θλιβερών ειδημόνων
και βαριεστημένου κοινού.


"Μικρή στη διάρκεια,
αλλά με δυνατές σκηνές.
Κορυφώνεται δυσανάλογα,
αλλά υπόσχεται ένα λαμπρό μέλλον",
έγραψαν.


Οι "διατυπώσεις", αν μη τί άλλο,
είναι "ρεαλιστικές".

Έμμετρον το λαϊκόν (και Λα τα μινόρια)





Οι ώρες γυρεύοντας σε πήγαιναν στους δρόμους

στριφτό τσιγάρο και να σέρνονται τα πόδια

χέρια στις τσέπες κι η βροχή κρατάει χρόνια

περνάνε οι μέρες κι εσύ παίζεις β' ρόλους.






Ξέχειλο τζιν, ξέχειλα όνειρα σε πίστα

μαράθηκες γιατί χρωστάς σ' άλλους ανθρώπους,

πολλούς. Φοβάσαι. Κι έτσι θα 'χεις κι άλλους λόγους

που έφυγες από το σπίτι μες στη νύχτα.




Κλωτσάς μια πέτρα σα να κλώτσαγες τον κόσμο

παίρνεις τα λόγια που σου είπανε στ' αστεία

μα τώρα είν' η ώρα που ξυπνάνε τα θηρία

κι έχουν τροφή τους μέσα σου

τους παιδικούς σου φόβους.

17/1/09

Παιχνίδια με βώλους.





Δεν φανταζόμουν πόσο πολύ

θα μπορούσαν τα πράγματα να μου στέκονται εμπόδιο.

Το φλιτζάνι του καφέ, το τασάκι, το τραπέζι,

οι τοίχοι του σπιτιού μου, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα.

Ακόμα κι ο καπνός απ’ το τσιγάρο που είχα κόψει

ήρθε να γίνει τώρα συνήγορος υπεράσπισης των πραγμάτων...

Όλα είναι ένα μεγάλο εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

Δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα

κι έτσι λικνίζομαι στην καρέκλα μου

στο ρυθμό της σταγόνας που σκάει αργά

μέσα στα βρομόνερα του νεροχύτη.

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Μέρες-άπλυτα-πιάτα»…

 

Έξω η πόλη, που φωτιζόταν γλυκά απ’ τις φλόγες,

έχει πέσει κι αυτή από χθες σ’ ένα πηχτό σκοτάδι.

Οι σκουπιδιάρες του δήμου

γυρεύουν να μαζέψουν τα άχρηστα του κόσμου.

Και κάθε φορά που τις ακούω να περνάνε,

τρέχω να μαζέψω κάτι φίλους

και δυο-τρεις γκόμενες απ’ τα παλιά,

που’ χουνε ξεμείνει σε τρύπιες σακούλες που στάζουν,

να προλάβω να τις κατεβάσω

γιατί τις έχω αφήσει καιρό και μου βρωμάει το σπίτι.

Μετά πάλι λέω, κι αύριο μέρα είναι…

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Φίλοι-γκόμενες-σκουπίδια»…


Κι έτσι κάθομαι και σκέφτομαι κι εσύ τώρα τί να κάνεις.

Σε βλέπω να πουλιέσαι Αθηνάς κι Ευρυπίδου γωνία.

Να βογκάει πάνω σου κόπια-Καζαντζίδης

και να σε παίρνει κάποιος κακομοίρης

για μισό μεροκάματο στα γρήγορα.

Κι έτσι έρχεσαι λίγο πιο κοντά,

σ’ ένα τοπίο που γνωρίζω.

Και δεν υπάρχουν πια εμπόδια

γιατί όλα τα πράγματα μπαίνουν στη σειρά τους

να γίνουν πράγματα δικά σου.

Κι εγώ ένας ξένος,

«να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε»,

που τον πήρε λίγο ο ύπνος μέχρι να πας στο μπάνιο να πλυθείς.

 

Παίζει ο χρόνος στο μυαλό μου με τις λέξεις βώλους:

«Όνειρο-πόρνη-απόσταση»…

 

Μεγαλώσαμε.










Μας πήρε πολλά χρόνια να μεγαλώσουμε.

Και να μιλάμε σαν ενήλικες.

Σοβαρά. Μετρημένα.

Μέτρα τα λόγια, βάλτα στη σειρά και να’ να λίγα ε;

Όχι σπατάλες με τα λόγια γιατί κοστίζουν.

Και δεν είμαστε να ξοδευόμαστε τώρα, φτάνουν τα τριάντα.

Έρχονται δύσκολα χρόνια.

Δεν είμαστε να σκορπιόμαστε.

Τώρα είναι καιρός να φυλάμε τα νομίσματα,

να τα κρατάμε καλά κρυμμένα μέσα μας,

σαν εκείνους τους γεροκουρελήδες που τρώνε μια ζωή ζητιανεύοντας

κι όταν πεθαίνουν είναι πλούσιοι μέσα στα στρώματα…

 

Τώρα, κι αν θες να πεις και κάτι παραπάνω, πες το.

Κάνε πως έριξες ένα κέρμα μες στη λίμνη.

Για μια ευχή.

Τι ψυχή έχει ένα κέρμα;

Και πόσο κοστίζει μια ευχή;

Έχει γεμίσει η λίμνη κέρματα. Πλούσιος ο βυθός.

Ένα μεγάλο στρώμα να βουλιάξεις μέσα.

Και να μη βγεις ποτέ στην επιφάνεια.

Να μείνεις εκεί, μαζί με τα νομίσματά σου.

Να αγοράζεις τη ζωή σου

και να πληρώνεις μετρητοίς.

 

Μόνο πρόσεχε, όχι υπερβολές.

Μεγαλώσαμε κι έρχονται τα τριάντα, τα σαράντα…

Μην ξεμείνεις και δεν έχεις ν’ αγοράσεις χρόνια…

Και πεθάνεις κουρελής πριν προλάβεις να γεράσεις.

Θέλει μέτρο και σοβαρότητα η ζωή.

Μεγαλώσαμε…

8/12/08

Στον Αλέξη


Σε κοιτάω στη φωτογραφία
και δεν ξέρω τι να σου πω.
Αν σε γνώριζα νωρίτερα,
θα σου ‘λεγα για το Κόμμα και την Υπόθεση,
που ‘χουν μπει στο «ψυγείο»
από το ’40.
Και θα κούναγα το κεφάλι
με συγκατάβαση,
όταν θα ‘λεγες για την Επανάσταση.
Δεν είναι ακόμα η ώρα,
θα σου ‘λεγα, συντροφάκο.
Οι συνθήκες δεν είναι ώριμες.
Μα εσύ δεν θα καταλάβαινες από «συνθήκες»
και «αναλύσεις».
Θα μου γύριζες την πλάτη
και θα ‘βγαινες βόλτα στην πλατεία
ή θα πήγαινες την Κυριακή για μπάλα
και μετά νωρίς για ύπνο
γιατί Δευτέρα έχει σχολείο.

Σε κοιτάω στην φωτογραφία
και δεν ξέρω τι να σου πω τώρα.
Τι να πεις στη δίψα για ελευθερία;
Πώς να της πεις να περιμένει;
Απόψε έχει φωτιές παντού.
Αυτή η αναμονή που κρατάει
γενιές ολόκληρες στον γύψο
καίγεται σε κάδους στο κέντρο της Αθήνας.
Αύριο μπορεί να μην έχει αλλάξει τίποτα.
Αλλά μπορεί να έχουν αλλάξει και τα πάντα.


6/12/08

Η μέρα η χθεσινή


Η χθεσινή μέρα
Είχε κάτι το ασυνήθιστο.
Το ξέρω.
Απλώς δεν θυμάμαι τι.
Πρέπει κάτι σπουδαίο να έκανα.
Κάποιον σημαντικό να γνώρισα.
Να ξαναβρήκα μήπως
έναν χαμένο από χρόνια φίλο;
Ή μήπως
έναν μεγάλο έρωτα να έζησα;
Κάτι ξεχωριστό πρέπει να έγινε,
που, όμως, τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ.
Πρέπει να ήταν μεγάλη μέρα
η χθεσινή.

Κι όπως πνίγομαι μες σε τέσσερις τοίχους,
λέω: «Μήπως όλα τα ονειρεύτηκα;
Μήπως τίποτα δεν έγινε;
Η φαντασία μου μπορεί να ζει αντί για μένα.
Μάλλον ψέμα ήταν η ημέρα η χθεσινή.»
Κι όσο πάνω της ζητώ να γαντζωθώ,
εκείνη φεύγει σα να κρατώ αέρα ή νερό.
Κι όπως η μνήμη με προδίδει
σκέφτομαι πως μάλλον τα ίδια θα λέω κι αύριο
για τη μέρα τη σημερινή…