17/9/08

Τα δώρα σου


Τα μικρά σου δώρα, τα «ευτελή»
-ξύλινα κουτάκια, κάδρα για φωτογραφίες,
λούτρινα ζωάκια σε αιχμαλωσία οικιακή-
τα μικρά δώρα σου,
με κάνουν να σκύβω το κεφάλι.

Τα βάζω στη σειρά,
τα στοιχίζω, τα μετράω.
Ποτέ λιγότερα, ποτέ περισσότερα.
Πάντα αυτά, τα λίγα.
Και πάντα το ίδιο μικρά στον παρόν μου τα δώρα σου.

Πάντα βαριά πολύ
και πάντα χαρμολύπης προάγγελοι,
διασκεδάζουν τη ζωή μου μαζί σου,
μέρες και μήνες και δίσεκτα χρόνια φορτωμένα,
-σφραγίδες επετείων τα δώρα σου-
διακοσμούν σκονισμένα ράφια,
γεμίζουν τα κενά,
κροταλίζουν παράφωνα πάνω στην απουσία σου,
όπως οι κάλπικες λίρες
και τα φτηνά στολίδια πάνω στις λατέρνες.

Στολίζουν τις θρηνωδούς της εκφοράς
μιας λησμονημένης νεκρής φωτογραφίας,
που πέθανε σε σέπια.
«Η ωραία Αθήνα», νομίζω λεγόταν ή
«Η ζωή μου μαζί σου»…
Σπασμένη φωτογραφία,
γριά φωτογραφία, ξεδοντιάρα.
«Η ζωή μου μαζί σου» λεγόταν.
Και οι μέρες, οι μήνες και τα δίσεκτα χρόνια μου λένε:
«ρίξε ένα κέρμα, μην αποθάνει το έθιμο…»
Κι απλώνουν προς το μέρος μου,
ένα ψάθινο καβουράκι.

Κι εγώ τους δείχνω το σκονισμένο ράφι,
το ταφικό σημείο.
Και πάω ν’ ακουμπήσω πάνω τα δώρα σου
πάντα βαριά πολύ απ’ τις χοές…

15/9/08

Ο παλιάτσος με το βιολί


Ακούω το τραγούδι του παλιάτσου που χορεύει στην ερειπωμένη κεραμοσκεπή, απέναντι, σ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο ακόμη κι απ’ το χρόνο γκρέμι, μ’ ένα ξεκούρδιστο βιολί, με την γλυκιά σιγουριά του θανάτου να λούζει το χλωμό του πρόσωπο όπως το φεγγαρόφωτο που γλυκαίνει τους ατσάλινους κάδους του δήμου. Κι είναι στα μάτια του η απόλυτη φωτεινότητα των αστεριών από τα βράδια που θυμάται, εκεί, μακριά, στις όχθες της λίμνης. Της λίμνης που ονομάζουν Δάσπαστα Ρέικια.

Και πέφτει το δοξάρι στις χορδές σαν το καλό νυστέρι που κόβει το κρέας της νύχτας. Και η νύχτα με τις γιρλάντες και τα φώτα, γεννιέται και πεθαίνει κάθε 24 γλιτσερές ώρες, το φθινόπωρο στην Κλαυθμόνος, στην Αθηνάς και στα Πατήσια.

Τα πουλιά κάθονται στις υδρορροές και φτιάχνουν φωλιές κάτω από κλιματιστικά και φωτεινές επιγραφές. Και δεν πάνε στους ακάλυπτους για κάποιο σκοτεινό λόγο. Τα πουλιά ξέρουν ότι στους ακάλυπτους κοιμάται κι ονειρεύεται η θλίψη και στήνει καρτέρι μ’ ανοιχτό το στόμα περιμένοντας το θύμα της να πέσει μέσα. Φρεάτια κι ακάλυπτοι χώροι μαγνητίζουν την θλίψη και την αυτοκτονία. Το τραγούδι σταματά. Το αίμα κάνει πλουμιστά σχέδια στα λούκια και στα φρεάτια του δρόμου. Βρέχει.

Ο κος Νέρτε


Έσκυψα το κεφάλι απογοητευμένος και περπάτησα προς την έξοδο. Άνοιξα την πόρτα και κοντοστάθηκα. Μπροστά μου μια κατσαρίδα διέσχιζε κατά μήκος το πεζοδρόμιο. Είχε κεραίες τα παιδικά μου χρόνια και φτερά την εφηβεία μου. Ανατρίχιασα από αηδία κι έκανα ένα βήμα πίσω.

Έκλεισα την πόρτα και της γύρισα την πλάτη. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ, σκούντηξα τρεις ψηλούς θαμπούς τύπους, που έφταναν ως το ταβάνι και παρήγγειλα ποτό. Η μπαργούμαν έσπρωξε το ποτήρι μπροστά μου. «Μια φορά θα χρειαστείς να σου κουρδίσουν τις χορδές. Θα είσαι έτοιμος;».

Έσπρωξε το ποτήρι προς το μέρος μου. Μετά χορεύοντας, πήρε δυο σφηνοπότηρα και τα στερέωσε στα μάτια της. Κρατώντας τα απ’ τους πάτους, έσπρωχνε τα χείλη των ποτηριών με τόση δύναμη κόντρα στους βολβούς που νόμιζες ότι θα τους έχωνε μέσα, να τους πιούμε μια κι έξω με αλάτι και να χτυπήσουμε μετά και τα ποτήρια με δύναμη στο ξύλο. Με κοίταζε επίμονα. «Ο κύριος Νέρτε δεν θα περάσει σήμερα. Μπορείτε να έρθετε αύριο.», είπε.

Κατέβασα τα μάτια στο ποτήρι μου. Συνήθως «έρχονται» αυτοί που μένουν σε ένα σημείο, τόσο που να τους προλάβεις. «Έρχονται» αυτοί που μένουν (ακόμη και για πάντα). Οι άλλοι, «περνούν» απλά. Τόσο απλά, που θα ‘λεγες μάλλον φευγαλέα. «Περνούν» αυτοί που φεύγουν, αυτοί που στην ουσία λείπουν. Ο κος Νέρτε, σκέφτηκα, δεν θα έρθει ποτέ. Ο κος Νέρτε θα περνάει όταν δεν είσαι εκεί μόνο και μόνο για να σου θυμίζει ότι πάντα για σένα έλειπε.

«Ήρθε η ώρα. Λέω να φεύγω». Ήπια το ποτό με μια γουλιά. Τα γουρλωμένα μάτια της μεγεθύνονταν από τους πάτους των ποτηριών. Πλήρωσα κι έκανα πάλι προς την πόρτα. Την άκουσα πίσω μου να κλαίει: «Να ‘μενες λίγο, μυαλό μου! Να ‘μενες λίγο ακόμα…».

14/9/08

Στο όνειρο


Έλα καλαμιά μου. Έλα και σπάζουν τα μάτια μου όταν πέφτεις πάνω τους σαν την πέτρα. Άσε τα μαύρα παράθυρα να πενθούν στα χαμένα. Είναι η πόλη σάβανο που τα τυλίγει, τα κορμιά μας τη νύχτα, έτσι όπως κάθονται και κοιμούνται χωρίς νου, μοναχά και κούφια από σκέψη.

Έλα κι εγώ θα σου έχω ένα και δύο και τρία γιοζ μπαούμ να σου λένε τα’ αστέρια σου και να σου ξηγούν τα όνειρα. Και θα πετούνε γύρω σου τα ούστερ και τα νέινα.

Πέρνα τη γέφυρα. Στης Χαλκίδας το φρούριο θα περιμένω, στον τάφο.

Φλεβάρης


Γίνομαι επικίνδυνος σαν ένα κρυφό ερωτικό βλέμμα που ξεγλιστράει κρυφά από τις περιπόλους και τις σκοπιές. Μαύρη νύχτα και χιόνι πυκνό, κρύος χειμώνας μέσα στο μπαρ και τρέχω να συντροφέψω για λίγο τον λαιμό σου.

Νάρκες-νάρκες-νάρκες τα μάτια των θαμώνων.

Νάρκες-νάρκες και σε φτάνω.

Νάρκες τα μάτια σου που πέφτω πάνω και σκάω σαν βεγγαλικό και γεμίζει η νύχτα φως και σβήνονται όλα απ’ το φως που τα σβήνει όλα.

Περίπολοι και σκοπιές και χιόνια. Τίποτα δεν έγινε. Δεν έφτασα ποτέ.

Γίνομαι επικίνδυνος σαν ένας δειλός που κατεβάζει το βλέμμα χάμω.

Ρόμβοι τα πλακάκια: μαύρο-άσπρο-μαύρο.

Επικοινωνία

Καθόμαστε δίπλα δίπλα, σε έναν καναπέ σχεδία.

Με κοιτάς και με περνάς ακτινογραφία.

« Έχω σπασμένα βάζα στο στήθος, γιατρέ μου, κι όποτε ανασαίνω πονάω. Το μυαλό μου είναι ένα καραβάκι από εφημερίδας χαρτί. Το πήρε το νερό που στράγγιζε απ’ τα κομμένα πόδια μου και τώρα πλέει μπροστά σας μες στο σαλόνι».

Πριν τον ύπνο


Μια που γράφω για σένα και μια που τα γράμματα στο χαρτί σκύβουν και απαλύνονται. Εσύ κάπου θα’ σαι τώρα και θα στήνεσαι σε απόσπασμα. Προς θεού, μην πεις τίποτα! Και πάνω απ’ όλα, μην ρωτήσεις για μένα!

Έχω κλείσει την καρδιά μου την αράχνη μες στο στήθος μου να υφαίνει. Και τη νιώθω – μια από ‘δω, μια από ‘κει – να φέρνει βόλτες πάνω κάτω τα σπλάχνα μου.
Μου λείπεις.

Και να ήσουνα, λέει, αυτό το πόμολο της πόρτας, να σε γυρίζω κάθε μέρα για να μπαίνω σπίτι.

Τέμνονται

Την είδα και ξερίζωσα το μάτι μου. Πήρα το μαχαίρι που έκοβα τα ψωμιά κι άνοιξα μια τρύπα στη φτέρνα μου. Έχωσα μέσα το μάτι μου και πάτησα με δύναμη το πόδι κάτω για να μπει στη σωστή θέση. Πόνεσα.

Ήταν λεπτή και λεπτή. Σαν αγιογραφία. Ακούμπησε την τσάντα της στον πάγκο μπροστά στα παράθυρα κι αυτά έβγαλαν φτερά και πέταξαν έξω. Βγήκα κι εγώ από το πόστο μου στην πόρτα να τ’ αγναντέψω γιατί είχανε σταθεί και φτερούγιζαν πάνω απ’ την πλατεία. Ήμουν έξω αλλά μέσα.

Ένας περαστικός με σκούντηξε και ταράχτηκα. Τον έσπρωξα κι εγώ με τον αγκώνα μου. «Τι θες εδώ εσύ; Φύγε γρήγορα απ’ το μέσα μου» του είπα. Εκείνος γύρισε και είδα ότι είχε μια μαύρη τρύπα στο πρόσωπο από τα δεξιά στη θέση του ματιού. «Εγώ απλώς περνάω» είπε κι απομακρύνθηκε γρήγορα. Φόρεσα κι εγώ το δέρμα μου γιατί είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, κατέβασα την τέντα και ξαναμπήκα στο μαγαζί.

Δε μου μίλαγε. Στάθηκα κι εγώ μπροστά της σαν βουνό απόκρημνο. Δε με κοίταγε. Κάποια στιγμή έβγαλε καρφιά στα χέρια και στα πόδια της και με σκαρφάλωσε και χωρίς να σταθεί στην κορυφή μου, κατέβηκε την πλάτη μου. Ήπιε δυο γουλιές καφέ κι έφυγε. Τα παράθυρα, ψηλά τακούνια που χτυπάνε στο πλακάκι και η πόρτα να κλείνει.

12/9/08


Άντρας: Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσει κάποιος. Κι εσύ δεν περνάς. Παρατηρώ τους περαστικούς και μετράω καμπουριασμένες πλάτες. Πετάω σπόρια στα περιστέρια της Πλατείας. Σκορπιέμαι κι εγώ σαν τα σπόρια κάθε μέρα σε αγκαλιές και σταυρωτά φιλήματα και καλημέρες. Κι αυτές με τρώνε σαν τα περιστέρια.

Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσει κάποιος. Κι εσύ δεν περνάς. Παρατηρώ τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν και μετράω λεπτά. Πετάω λέξεις στους κάδους της Πλατείας. Σκορπάω τα πρόσωπα μου κάθε μέρα σε άγνωστους κατά συνθήκη ανθρώπους. Κι αυτοί τα παίρνουν, τα τσαλακώνουν και τα χώνουν στις τσέπες τους. Μου λένε «ευχαριστώ» και με πληρώνουν με κέρματα.

Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσεις. Κι εσύ δεν περνάς. Και η απουσία σου σφίγγει την καρδιά μου σα μέγγενη. Κι όλοι με ρωτάνε «τί έχεις» και κανείς «τί σου λείπει». Κι εγώ ξέρω πως μου λείπει ένα πλευρό. Πως αν δεν έρθεις γρήγορα, θα ξαναγίνω χώμα και νερό. Κι είναι ντροπή, την πνοή που φύσηξες στο στόμα μου να την αφήσω να πάει χαράμι σε άγνωστους κατά συνθήκη ανθρώπους και σ’ άρρωστα της πόλης περιστέρια.

Γυναίκα: Ψάχνω να σε βρω μέσα στους λαβυρίνθους του χρόνου. Κι όλο μπερδεύομαι και χάνομαι. Σε βρίσκω πού και πού αργά τη νύχτα για λίγο, μα πριν προλάβω να σ’ αγγίξω ο χρόνος καμπυλώνεται και ξημερώνει. Και είναι μέρα. Κι αύριο.

Τρέχω ξανά και ψάχνω και μεγαλώνω. Κι όλο μπερδεύομαι και χάνομαι. Βλέπω τα μάτια μου σε κάτοπτρα. Μικρά, μεγάλα. Κι ο χρόνος καμπυλώνεται στις άκρες των ματιών μου και στα χείλια μου.
Γραμμές ο χρόνος, έκφρασης, λέω.
Και θέλω να σου πω πως σ’ αγαπώ κι όλο το αναβάλω γιατί είναι μέρα.
Κι αύριο.
Και είμαι πάλι μόνη.

Ήθελα μια στιγμή φευγαλέα σαν ανάμνηση αστραπής να σε ρωτήσω όταν με κοιτάς, τί βλέπεις. Μα ο χρόνος καμπυλώνεται κι αντί για σένα βρίσκομαι να με κοιτούν οι άλλοι και τρέχω να χωθώ σε κάτοπτρα. Μικρά, μεγάλα. Και ντύνομαι τους ρόλους μου. Γυναίκα. Μάνα. Σύζυγος. Πρώην.
Σκορπιέμαι σαν τα σπόρια που πετούν στα περιστέρια.
Κι εσύ δεν έρχεσαι να με μαζέψεις και να με πεις με τ’ όνομά μου.

Άντρας: Πώς να σε πω με τ’ όνομα που σε προδίνει σ’ αυτούς που θέλουν απαντήσεις; Ποιος το ‘κανε, ρωτούν. Ποιος τόλμησε.
Κι είναι τ’ όνομα ο καταδότης σου.
Η λέξη που σου δώσανε όταν γεννήθηκες μη και ξεφύγεις κάποτε και δε σε βρίσκουνε. Μη και πεθάνεις και δεν ξέρουνε ποια είσαι.
Γιατί ο κόσμος τις συγνώμες και τα ευχαριστώ τα δίνει σε ονόματα.
Χωρίς αυτά συγχώρεση κι ευγνωμοσύνη δεν υπάρχει…

Πώς να σε πω με τ’ όνομά σου χωρίς να γίνω κι εγώ ένας απ’ τους άλλους;
Τ’ όνομά σου το πετάς δεξιά κι αριστερά σε αγνώστους.
Το γράφεις σε χαρτιά που σαπίζουν μέσα σε υπόγεια, σε συρτάρια και χαρτοφύλακες.
Σκόνη.
Σκόνη είναι τ’ όνομά σου.

Γυναίκα: Κλείσε μου το στόμα. Δε θέλω να μιλάω πια. Δε θέλω να φιλάω. Κλείσε μου τα μάτια και τ’ αυτιά μου. Κλείσε με στο χέρι σου να είμαι μια παλάμη ανοιχτή. Να παίρνω και να δίνω τα νομίσματα των άλλων. Τις αμφιβολίες και τις ατράνταχτες πεποιθήσεις. Τα μεγάλα πιστεύω και τις σημαίες. Να σκουπίζω δάκρυα και ν’ αγγίζω κορμιά. Να γράφεται πάνω μου η μοίρα σε γραμμές και να σκληραίνω απ’ τη δουλειά. Να είμαι η «Γυναίκα» αφού δεν μπορώ να είμαι η Μαρία. Αφού δεν μπορώ να είμαι πρόσωπο, μιας και τα πρόσωπα τα ξεχνάς και δεν τ’ αντέχεις.

Γυναίκα: Τι σε κάνει να γράφεις έτσι;

Άντρας: Τη στιγμή της δημιουργίας ήμουν εκεί. Αντηχούσε γύρω μου μια στωική γυναικεία φωνή που τραγουδούσε το πώς γλίστρησα μες απ’ τα δάχτυλά της σαν άμμος. Ένας κουρασμένος τυμπανοκρούστης στον αργό ρυθμό της καρδιάς μου της έδινε το μέτρο. Εσύ ξέρεις πως είναι. Ήσουν εκεί…

Γυναίκα: Ναι… Ένα πάθος που δεν μπορούσα να ξεπεράσω ό, τι κι αν έλεγα, ό, τι κι αν έκανα, φώτιζε δίπλα μου με πορτοκαλοκίτρινο φως. Κι ήταν ο χρόνος μια μπρούτζινη χελώνα με χρυσό καβούκι που με κουβάλαγε στο σκοτάδι δίνοντάς μου τη δυνατότητα να ακουμπήσω πάνω του και να γράψω.

Άντρας: Και έκλεισα τα μάτια, καθώς γλιστρούσα μέσα απ’ τα δάχτυλά της, καθώς η ντροπή έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω μου.

7/9/08


Ανδράποδη νιφάδα
λικνίσου στον αέρα…
Γέμισε η μαδημένη μέρα λευκότητα!

Κίνηση αργή
σαν την ανάσα της εντατικής…
Λαδομπογιά
και φθοριακή φωτεινότητα.

Αυτή η πόλη…
Αυτός ο κόσμος…
Δυο λεπτά μόνο αποσύνθεσης!

Και δυο λεπτά
που θες να νιώσεις,
δεν τα έχεις…

- Μίλα μου σα μουσική…

- Φούγκα.

- … σημαίνει «φυγή».

6/9/08

Γυναίκα: Αυτό έχεις να μου πεις;

Άντρας: Όχι.

Γυναίκα: Εχθές σε περίμενα. Δεν ήρθες ποτέ.

Άντρας: Όταν γελάς φαίνεσαι ακίνδυνη. Το ξέρω, όμως, πως δεν είσαι. Κάτι μέσα μου, μου λέει πως όποιον αγγίζεις, τον κατασπαράζεις.

Γυναίκα: Ήθελα μια αγκαλιά…

Άντρας: Δεν κατάλαβα τι εννοούσες. Όταν έσκυβες και μου ψιθύριζες τις νύχτες, κοιμόμουν, φαίνεται, βαριά. Έβλεπα στον ύπνο μου πως γύριζα όλους τους τόπους κι άφηνα πίσω μου κάθε φορά έρημα σπίτια, έτοιμα να γεμίσουν με τον επόμενο ξένο επισκέπτη.

Γυναίκα: Όταν γελάς θέλω να σε κοιτάζω. Να ακουμπώ το βλέμμα μου πάνω στη γραμμή των χειλιών σου και να κατρακυλώ προς το λαιμό και το στέρνο σου…

Άντρας: Προτιμώ αυτά που θέλω να σου πω, να σου τα γράψω. Είναι πιο εύκολο για μένα…

Γυναίκα: Μερικές φορές νομίζω πως η Άβυσσος με εγκαλεί για πράξεις και για παραλήψεις ζωής και τότε ζαρώνω σε μια μικρή γωνίτσα γιατί ο ρυθμός δε με ακολουθεί κι όλο το πλήθος των λερών αποχρωματισμένων λακέδων με κατηγορεί πως νοιάστηκα πως άκουσα πως μύρισα πως γεύτηκα μα εγώ ξέρω πως μέχρι σήμερα δεν έζησα απλά πέρασα για λίγο και σταμάτησα έξω από τη βιτρίνα και κοίταξα ω πως κοίταξα αχόρταγα και ζηλόφθονα και δολοφονικά πάντα όμως με τα χέρια στις τσέπες και με τη μύτη της φαλτσέτας που κρατούσε εκείνος ο άγνωστος πίσω μου να μου τρυπάει το νεφρό με έπαιρνε μετά με τρόπο και με άδειαζε σε ένα σκαμπό πλεχτό από τριχιά κάτω από το τραπέζι της κουζίνας και η σταλαγματιά πάντα να σφυροκοπάει τη λίμνη που ξανοιγόταν κάτω από τη βρύση του νεροχύτη μέσα στο τηγάνι.

Άντρας: …Δεν είμαι και πολύ καλός στο γράψιμο. Ερασιτέχνης. Μπερδεύομαι με τις λέξεις. Συγχρωτίζομαι με αντιφατικά νοήματα…

Γυναίκα: Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και σκαρφάλωσα πάνω φύσηξε τότε ένα αδύναμο αεράκι από το φωταγωγό και βρεθήκαμε στο κέντρο στο κέντρο μικρέ μου στο στόχο δηλαδή εκεί που έπρεπε να είμαστε από την αρχή στη μήτρα και ξανά πίσω στην εποχή που ανακαλύψαμε μικρέ μου ηλίθιε κόσμε τη συγκατάβαση.

Άντρας: Σε παρακαλώ να είσαι επιεικής και μη γελάσεις… Εντάξει, κάποια πράγματα μπορεί να σου φανούν λίγο παιδικά. Ίσως να είναι κιόλας…

Γυναίκα: Λίγο πιο μπροστά ήταν το σπίτι που άφησα πίσω. Χρόνια ξαναγυρίζω για να φύγω πάλι στις σκέψεις που αγάπησα στις μνήμες που τραγούδησα μνήμες αλλότριες δικές μου όμως και μέσα στο όνειρο το όνειδος που προσπαθώ να διώξω και η μυρωδιά από ναφθαλίνη και η φορμόλη που μου δίνουν για νερό και η κλειστοφοβία μου δεν το πνίγουν αυτό το τραγούδι γιατί ξανατραβάω μπροστά και γυρνώντας πίσω ξαφνικά με παίρνει το παράπονο γιατί την ψυχή μου την περπάτησαν και την καρδιά μου την όργωσαν και τι να σπείρω εγώ στη στέρφα γη μόνο ντροπή μου απόμεινε κι αυτή καρπό δε βγάζει.

Άντρας: …Τουλάχιστον σκέψου ότι για μένα είναι πιο εύκολο να αντικρίζω μια λευκή κόλλα χαρτί παρά το πρόσωπό σου… Εσύ μιλάς στους ανθρώπους πιο εύκολα…

Γυναίκα: Σε ποιόν να μιλήσω και τί να πω; Πού να κοιτάξω; Παντού είμαι εγώ είμαι εσύ κι αυτός είμαι το ίδιο το αυτό το ένα το κοινό το μηδενικό πηλίκο το απροσδιόριστο και το όνειρο το σπίτι ναι είμαι κι αυτό κι ευτυχώς τα πτώματα σήμερα βρωμούν λιγότερο και μιλούν περισσότερο και κάτι προσπαθούν να πουν γι’ αυτό το χώμα που σ’ ένα όνειρο ήταν δικό τους αλλά και πάλι σιβυλλικός ο λόγος γιατί μόλις ξυπνούν το όνειρό μου το ξεχνούν και το πώς μυρίζει η βροχή και το καμένο ξύλο στη μασίνα…

Άντρας: …Ξέρεις τι θέλω; Θέλω να πάμε ένα ταξίδι. Οι δυο μας. Βέβαια, το ξέρω, το πρόγραμμα σου είναι πιεστικό και είναι και η δουλειά μου. Τα ωράρια, βλέπεις είναι περίεργα…

Γυναίκα: Το σπίτι χάνεται στον ορίζοντα κι ο δρόμος ξεθωριάζει. Πού να τραβάμε τώρα Ιάσονα… Ξέρω πως πίσω η Αργώ περιμένει να μας θάψει κάτω από σπασμένα δοκάρια. Πώς όμως να της το αρνηθείς; Αυτή μας πέρασε τις συμπληγάδες και μας έφερε πίσω στο αποστειρωμένο δωμάτιο του βραδύνου σύγχρονου κόσμου. Πάμε να θαφτούμε, αν πρέπει να θαφτούμε. Μόνο μια στιγμή άσε με, γιατί λίγο πιο μπροστά βλέπω το σπίτι που άφησα πίσω. Άσε με να ξαναγυρίσω…

Άντρας: Σου μιλάω! Πού έχεις το μυαλό σου;

Γυναίκα: Κατηγορήθηκα γιατί, καταδικάστηκα γιατί και ξαναγύρισα γιατί η Άβυσσος με εγκαλεί και το ακροατήριό μου έχει ξαναστηθεί. Γιατί δεν υπάρχει κάποιο μικρό αστέρι και κάποιο τραγούδι, γιατί υπάρχει μόνο συγκατάβαση και καταραμένη μετριότητα.

Άντρας: Νομίζω θα αδιαφορούσες ακόμη κι αν σου ‘λεγα πως σ’ αγαπώ.

Γυναίκα: Αγάπη… Ξεχνάς, αλλά ξέρεις.
Αγάπη! Το ξέρω ότι μας ξέρεις.
Βγες και περπάτα στις βιτρίνες. Αν είσαι αρκετά παράλυτη, μπορεί να νομίσεις ότι έζησες. Κοίτα όμως μη σε ξεγελάσουν οι μαινάδες γιατί μπορεί κι εσύ, όπως κι εγώ, να βρεθείς ξαφνικά ζαρωμένη σε μια μικρή γωνίτσα, κρατώντας και χαϊδεύοντας στα πόδια σου, μπροστά σε ένα πλήθος λερών αποχρωματισμένων λακέδων, το κεφάλι του μωρού σου, κομμένο.


Άντρας: Γιατί κλαις; Έχεις ασπρίσει…

Γυναίκα: Μέσα μου κάνει κρύο. Χιονίζει…

4/9/08

Γυναίκα: Δεν άφησες ποτέ κάποιο ίχνος. Δεν άφησες σημείωμα. Το σπίτι ήταν όπως κάθε φορά. Τα ρούχα παρατημένα πάνω στην πολυθρόνα και η κούπα σου με τον καφέ μισογεμάτη στο τραπεζάκι του σαλονιού.

Αγόρι: Μαμά, σήμερα φαίνεσαι διαφορετική. Η αγκαλιά σου μοιάζει πιο μικρή.

Γυναίκα: Πήρες αυτά που άγγιξες. Τα πήρες μαζί σου. Στα χέρια σου κρέμονται τούφες από τα μαλλιά μου, κομμάτια του προσώπου μου, το στήθος μου. Περπατάς και σέρνεις μαζί σου στο δρόμο ένα κουφάρι.

Αγόρι: Γιατί βάφεις τα μάτια σου μαμά; Να πάρω αυτό το μολύβι, να το πάρω; Θέλω να ζωγραφίσω. Μυρίζεις ωραία μαμά…

Γυναίκα: Κι εμένα με άφησες να κρύβομαι. Μη και με δουν λειψή.

Αγόρι: Μαμά, όταν μεγαλώσω, θα ξέρω πώς να σε αγκαλιάζω σωστά;

Μαμά, έχω να σου πω μια ιστορία.

Άντρας: Το τσίρκο είναι άδειο. Δεν έχω θεατές και χειροκρότημα. Μόνο τα άδεια καθίσματα. Από μικρός ήθελα να γίνω ή θηριοδαμαστής ή ακροβάτης. Όταν ενηλικιώθηκα, επέλεξα να γίνω ακροβάτης γιατί μέχρι την εφηβεία μου είχες μάθει να λυπάμαι τα θηρία. Μου δώσαν και μια φανταχτερή στολή με χρυσές βάτες και μεγάλα κουμπιά στο σακάκι. Ήταν όμορφη και με έκανε να φαίνομαι σημαντικός. Εγώ φυσικά ήξερα τι ήμουν, αλλά ο κόσμος που με έβλεπε δεν ήξερε και κατά κάποιο τρόπο η στολή διόρθωνε αυτή την παρατυπία.

Μετά λυπήθηκα, μάλλον, το θηριοδαμαστή, όταν τον δάγκωσε βάναυσα στο πόδι κατά τη διάρκεια της παράστασης ένα αδέσποτο κοπρόσκυλο που είχε τρυπώσει στο τσίρκο σαν κλέφτης κι έτσι κατέληξα στο ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχα πάρει τη σωστή απόφαση.

Το σκυλί το πήρε ο μπόγιας. Δεν το ξαναείδα από τότε. Μάλλον έπαθε αυτό που αξίζει σε κάθε παρείσακτο. Όλοι το ξεχάσανε.

Ο θηριοδαμαστής απ’ τη ντροπή του παραιτήθηκε. Δεν ξαναγύρισε στο τσίρκο. Έπιασε δουλειά στο δήμο. Μάζευε σκουπίδια και ξερά φύλλα στο πάρκο με ένα κοντάρι με καρφί στην άκρη. Είχε ξυρίσει και το μακρύ του γένι, καθώς το απαγορεύει ο δημοτικός κανονισμός και ήταν σε όλα «εντάξει». Από τότε, λιοντάρια, τίγρεις, ζέβρες και λεοπαρδάλεις κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στο τσίρκο –γι’ αυτό δεν είχα θεατές, όχι ότι δεν έκανα καλή παράσταση- κι εγώ είχα μεταφερθεί μόνιμα πια, στο τεντωμένο σχοινί .

Στην αρχή τα βήματά μου ήταν πολύ προσεκτικά. Μικρά και φοβισμένα. Τα θηρία περίμεναν από κάτω, πότε θα κάνω το στραβοπάτημα και γυρνούσαν σε κύκλους κουνώντας τις ουρές τους και γλύφοντας λαίμαργα τα μουστάκια τους, αλλά εγώ πάντα ανέβαλα το γεύμα για την επόμενη μέρα. Έτσι πέρασαν χρόνια. Τα θηρία έφαγαν το ένα το άλλο κι εγώ έμενα στο σχοινί από συνήθειο.

Μια μέρα έμαθα πως ο θηριοδαμαστής πέθανε. Τον βρήκαν, λέει, ξημερώματα στο πάρκο να κάθεται σ’ ένα παγκάκι. Είχε ακουμπήσει τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στο κοντάρι του, σαν να ’τανε μπαστούνι και πάνω στήριζε το κεφάλι του. Όταν τον πλησίασαν, είδαν το καρφί να διαπερνά τις παλάμες του, να μπαίνει από το σαγόνι και να βγαίνει από εκεί που θα έπρεπε να είναι το αριστερό του μάτι. Το μάτι του δεν το βρήκανε. Θα το είχαν φάει τα περιστέρια.

Όταν το ’μαθα, έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, αλλά ήξερα πως είχα κάποιον, που κάποια στιγμή θα μπορούσαμε, δεν ξέρω, έτσι, για όταν θα κατέβαινα δηλαδή απ’ το σχοινί… Σκατά. Τώρα, με ποιόν ν’ αλλάξω μια κουβέντα;
Τον μαλάκα. Τον μίσησα.

Στην κηδεία δεν πήγα. Η γυναίκα του μου έφερε το κοντάρι του. Μου είπε πως ήμουν ο μόνος φίλος του που γνώριζε. Της είχε μιλήσει για μένα. Με περίμενε, λέει. Ήξερε πως κάποια μέρα θα πέρναγα απ’ το πάρκο να τον πάρω, να πάμε για μια μπύρα, σα παλιοί συνάδελφοι που λένε, ίσως σε κανένα καφενείο εκεί κοντά, έτσι, να καθόμασταν και…
Δεν μου είπε τίποτε άλλο.

Τότε μέσα μου σα να μαλάκωσα λιγάκι. Με θεωρούσε κι αυτός φίλο τελικά. Η γυναίκα πρότεινε το κοντάρι προς το μέρος μου. Τεντώθηκε για να με φτάσει, έσκυψα κι εγώ όσο μπορούσα, δεν μπορούσα να το πιάσω καλά. Έφτανα με τις άκρες των δακτύλων μου το ματωμένο καρφί, αλλά συνέχεια μου γλίστραγε.

Αγόρι: Μαμά, δεν σε φτάνω.

Γυναίκα: Προσπάθησε.

Άντρας: Εγώ τεντώθηκα κι άλλο και προς στιγμή, αλήθεια σου λέω, κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω. Το αίμα μου είχε ανέβει στο κεφάλι και τα μάτια μου είχαν πεταχτεί έξω από την πίεση. Τότε παραιτήθηκα…

Αγόρι: Δεν σε φτάνω σου λέω!

Άντρας: …κι άρχισα να κλαίω.
Γυναίκα: Είσαι ακροβάτης. Στο χέρι σου είναι. Αν θέλεις, μπορείς να τεντωθείς κι άλλο και να με φτάσεις.

Αγόρι: Δεν μπορώ!

Άντρας: …και τα κλάματα ξέσπασαν σε αναφιλητά.

Γυναίκα: Δεν μπορείς; Τί πάει να πει δεν μπορείς; Κι αυτός γιατί έφυγε, για το τίποτα;

Άντρας: Μαζεύτηκε βίαια προς τα πίσω. Το πρόσωπό της είχε τραβηχτεί στις άκρες από την υπερπροσπάθεια. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είδα πως είναι από μέσα. Κάθε φλέβα, κάθε μυ, κάθε νεύρο. Τα κόκκαλα της να συσπειρώνονται σαν ελατήρια. Μ’ ένα απότομο τίναγμα του δεξιού της χεριού, εκσφενδόνισε το κοντάρι.

Γυναίκα: Θα σε μάθω εγώ να μπορείς! Θες δε θες! Θα σε κάνω εγώ να με φτάσεις!

Άντρας: Βρυχήθηκε όταν πίστευα πως όλα τα θηρία είχαν πεθάνει και το κοντάρι έσκισε τον αέρα με ασύλληπτη ταχύτητα για να καταλήξει με το καρφί του ανάμεσα στα κατάπληκτα μάτια μου.

Σπάραξα. Με το ζόρι διατήρησα την ισορροπία μου. Εκείνη, ίσιωσε τη φούστα της, την έφερε καλά στη μέση της, τίναξε το πουκάμισό της και με δυο τρεις πεταχτές κινήσεις έστρωσε τα μαλλιά της. Μου γύρισε την πλάτη και περπάτησε προς την έξοδο της σκηνής.

Αγόρι: Γιατί με χτύπησες;

Άντρας: …γρύλισα.

Αγόρι: Γιατί;

Γυναίκα: Πρέπει να πάω για δουλειά. Σκέψου τι έκανες. Θα τα πούμε μετά.

Άντρας: Δε γύρισε. Μόνο βγαίνοντας, χειροκρότησε.

Το κοντάρι το κράτησα. Σκέφτηκα πως μπορεί μια μέρα να μου φανεί χρήσιμο. Το άφησα ακριβώς εκεί που καρφώθηκε. Το βάρος, βέβαια, ήταν μεγάλο. Περπατούσα στο τεντωμένο σχοινί με το κεφάλι σκυμμένο και το κοντάρι να ορίζει μια νοητή ευθεία από τα μάτια μου, στο έδαφος.

Έτσι, πέρασαν κι άλλα χρόνια. Οι θέσεις στις κερκίδες άρχισαν να σαπίζουν. Η τέντα είχε σχιστεί σε 3 - 4 σημεία. Το σχοινί μου έτριζε. Είχε ξεφτίσει στις άκρες. Από τα φώτα που ορίζουν την περίμετρο της κυκλικής σκηνής, τα 2/3 είχαν σβήσει. Οι ελάχιστες λάμπες που δεν είχαν ακόμη καεί, τρεμοπαίζανε σαν αστέρια στο σκοτάδι που άπλωνε κάτω από τα πόδια μου κάθε βράδυ. Κι έτσι θα έλεγε κανείς πως είχα το δικό μου νυχτερινό ουρανό και τα δικά μου αστέρια και το δικό μου κατακόρυφο προσανατολισμό.

Κάποτε, το πήρα απόφαση. Το τσίρκο είχε κλείσει. Τράβηξα κι εγώ το κοντάρι, το άφησα να πέσει. Έκανα πιο μεγάλα βήματα στο σχοινί και ισορροπούσα γέρνοντας το κεφάλι πότε δεξιά, πότε αριστερά ίσα για να μη γλιστρήσω και βρεθώ στο χώμα και λερώσω τη στολή μου. Ώσπου μια νύχτα, σβήνουν και τα φώτα και μένω σύξυλος στη μέση του σχοινιού κοιτώντας όλο απορία το σκοτάδι γύρω μου.

Σιγά σιγά στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Η τέντα είναι σάπια και μια μεγάλη τρύπα πάνω από το κεφάλι μου αφήνει ένα κομμάτι ουρανού ακάλυπτο. Έχει ξαστεριά. Κι ο ουρανός αυτός είναι μεγάλος και παγωμένος κι άπειρος και μπαίνει μέσα από την τρύπα της τέντας στο τσίρκο μου και μέσα από την τρύπα του κρανίου μου στο μυαλό μου.

Κι εγώ γίνομαι μικρός. Και το σχοινί, γίνεται λεπτό σα κλωστή. Πού να τολμήσω βήμα. Σκύβω και τυλίγω γύρω του τα πόδια μου, γραπώνομαι πάνω του με τα χέρια. Κοιτάζω κάτω και ξέρω ότι κάπου στο σκοτάδι είναι το κοντάρι. Τώρα το χρειάζομαι. Όλα τελείωσαν, εκτός από μένα. Πότε; Πότε αυτή η κλωστή θα σπάσει;

Φοβάμαι μη σπάσει. Φοβάμαι μη σπάσει. Φοβά…

3/9/08

Θέλω να πάρω μια ανάσα τώρα.

Κρυώνω μες στα κουρέλια που με τυλίγουν. Τα χέρια μου ζαρώσανε. Οι πλαστικές σακούλες γύρω μου, δεμένες η μια μετά την άλλη, στη σειρά, με ένα σπάγκο, είναι σημαδούρες που επιπλέουν στο πεζοδρόμιο. Με περικυκλώνουν προειδοποιώντας τους ανέμελους κολυμβητές της οδού Πανεπιστημίου να μην πλησιάσουν σ’ επικίνδυνα νερά. Κι έτσι κυλιέμαι στο δρόμο και τρώω αποτσίγαρα και δε μιλάω, ούτε παρακαλάω. Απλά βρίσκομαι εκεί και εκτίθεμαι. Γιατί ζω απ’ τη βρωμιά αυτής της πόλης και από τη βρωμιά αυτών των ανθρώπων. Είμαι η βρωμιά αυτών των ανθρώπων κι απλά θέλω τακτικά να τους το υπενθυμίζω.

Κάθομαι κι απαιτώ σιωπηλά να με ελεήσουν. Όλ’ αυτά που κλέψανε από μένα κι από κάθε σκουπίδι, τα χρωστούν. Γιατί δεν ήμασταν πάντα σκουπίδια. Κι αν μας κλέψανε ήταν γιατί δεν κλείναμε το σύρτη. Γιατί η πόρτα ήτανε πάντοτε ανοιχτή, μπας και μπει λίγο συμπόνια κι αντί γι’ αυτή μπήκε κλεψιά. Κλεψιά κι ένας παγωμένος αέρας, που έγινε ρεύμα και φύσηξε τα χρόνια μας έξω απ’ το παράθυρο.
Τα χέρια μου στραβώσανε και τα νύχια μου μακρύνανε και γυρίσανε προς τα μέσα κι η πλάτη μου καμπούριασε κι έτσι πως είμαι, σαν αρπαχτικό, σκέφτομαι να δώσω μια και να ξεσκίσω της σάρκες αυτού του κόσμου και να μην αφήσω τίποτα παρά ένα απορημένο καύκαλο γυμνό από κρέας, ξεραμένο και πεθαμένο όσο δεν πάει άλλο κι έπειτα να το θάψω βαθιά μέσα στη γη για να το ξεράσει κι αυτή μετά από χρόνια, απολίθωμα πια, αντικείμενο μελέτης για τις μέλλουσες γενιές, της προϊστορίας των ανθρώπων.

Κάνω να σηκωθώ μα τρέμουν τα πόδια μου κι έτσι ξαναπέφτω, βαρύς, πίσω στη γωνιά μου σφίγγοντας τα χέρια μου γροθιές μέχρι που τα νύχια μου οργώνουν τη σάρκα στις παλάμες και προσεύχομαι για μια καταστροφή σε έγκλιση Ευκτική.

Γυναίκα: Πριν μου πεις αυτό που θες, να κλέψεις λίγο χρόνο από τη στημένη εκτέλεση. Να αφήσεις το πλήθος παραδομένο σε ξέφρενες ιαχές να το παρασέρνει η έξαψη μπροστά στο ικρίωμα και να με επισκεφτείς στο κελί μου να μ’ εξομολογήσεις και να με μεταλάβεις. Κι εγώ θα γονατίσω και θα κλάψω μετανιωμένη για όλ’ αυτά που δεν έκανα.

Στο δρόμο, κάτω από τα πόδια σου σπάει η άσφαλτος. Από κάτω σκάει το κύμα. Κι εσύ κάθεσαι σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο στην ακροθαλασσιά. Το νερό μαυρίζει σαν ακουμπά τα πόδια σου κι εσύ πετάς μέσα τσίγκινα καπάκια μπουκαλιών σα να’ ναι βοτσαλάκια. Γαλάζια, μαύρη θάλασσα. Σφυρίζουν τετράτροχα πλοία γύρω σου κι εσύ ρωτάς για τον Αλέξανδρο. Όλα πήγαν στραβά ή μήπως όχι;

Άντρας: Κάποια μέρα μπορεί να’ ναι αλλιώς τα πράγματα. Μπορεί να ιδωθούμε και να γυρίσει πλευρό ο χρόνος. Να ονειρευτεί ένα άλλο μέλλον. Κι αυτή η εκούσια αδιαφορία κι αυτή η ακούσια ανάμνηση μπορεί να σκορπίσουν, να χαθούν.

Γυναίκα: Προς το παρόν αναμένουμε. Φωνασκούμε «εσωτερικώς», σιωπούμε «εξωτερικώς» και ποθούμε «διακαώς». Δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα και δυστυχώς δεν προλαβαίνεις να μου μάθεις να αγαπώ «ιδιοτελώς».

Προς το παρόν δεν έχει μέλλον, μόνο παρελθόν. Καμιά πυξίδα δεν οδηγεί στη λύση. Ο Προσαγωγέας μας μένει μετέωρος. Κανείς δεν ξέρει πια τον βασιλιά Αλέξανδρο.

Άντρας: Τώρα που δε μ’ ακούει κανείς
Θέλω να φωνάξω τις πιο μύχιες σκέψεις μου.
Γι’ αυτά τα αποπαίδια του συνειδητού
Θα βροντήξει στεντόρεια η ηχώ της κραυγής μου.

Έγραφα από ψηλά και στο τέλος έσκιζα τις σελίδες και τις έριχνα από την ταράτσα. Μετά τις παρατηρούσα να πέφτουν μία μία. Και η καθεμιά ξεχωριστά κόλλαγε κάπου στο δρόμο. Κάποιο ξεστρατισμένο αεράκι τη χάιδευε κι εκείνη πείσμωνε και πήγαινε κόντρα στην πτώση. Από κάτω, καρφιά ψηλά και πάνω τους χιλιάδες σκέψεις καρφωμένες να αιμορραγούν στην αιωνιότητα και το αίμα να κυλάει γύρω τους, να τρέχει πάνω στα καρφιά και να σχηματίζει μια τάφρο γύρω απ’ το ψηλό μου φρούριο. Η πτώση, όμως, ήταν αναπόφευκτη. Ακούς γυναίκα; Τον καρπό τον έφαγες, τον χώνεψες, με έκρινες. Απ’ το κουκούτσι που έφτυσες βγαίνει τώρα ο βλαστός.

Γι’ αυτό πρέπει να μείνεις, να λυγίσεις, να μ’ αφήσεις να σ’ εξουσιάσω, να σε κατακλύσω μ΄ όλη την ουσία που σταλάζει το Είναι μου. Έλα να γίνεις μέρος του εαυτού μου Μαρία ή Στέλλα ή Άννα, άκου πως τραγουδούν τα χελιδόνια πάνω στα καλώδια και τις κεραίες! Θα βγάλουμε καρκίνο απ’ ολ’ αυτά μια μέρα το ξέρεις; Απ’ τις κεραίες, τα κινητά, τα αεροζόλ, τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη. Πολύ άγχος, πολλή πίεση η αγάπη…

Κάθε μια σας μου λέει όλο και λιγότερα. Τελικά είναι θέμα κοινής καταγωγής. Η αναγωγή στο απόλυτο θήλυ απαντά στο γιατί διαφέρετε τόσο λίγο Μαρία ή Στέλλα ή Άννα. Η αλήθεια είναι ότι είστε μία, μία μόνη. Τελειώνω. Σειρά σου να πέσεις στο κενό. Τόσες σκέψεις πεταμένες, καρφωμένες η μια πάνω στην άλλη… Στην ουσία μία. Φαινομενικά, χιλιάδες.

2/9/08

Άντρας: Ήταν δικό της παιδί κι ήταν ξανθιά ή μελαχρινή και στείρα πίσω από το γυαλί της βιτρίνας. Η όψη χλωμή και το πλαστικό της δέρμα ούρλιαζε: «Αποφεύγετε την επαφή» και οι περαστικοί που στρίβαν τη γωνία χαμήλωναν το κεφάλι και μουρμούριζαν: «Σε περίπτωση επαφής με τα μάτια ξεπλύνετε αμέσως με άφθονο νερό». Ξέπλυνα με ξινισμένα δάκρυα, που κύλησαν ρυάκια στην αποχέτευση του δρόμου, κώνειο για το συμπόσιο των υπονόμων στην υγειά του καλού Κριτία και κάθε μπάσταρδου ρητορίσκου.

Σμίξαμε πάνω στο γυαλί και κοπήκαμε μικρές ηλιαχτίδες που βούλιαξαν σε εκείνο το ξέφωτο λίγο πιο πέρα απ’ το σπίτι με τα αμπαρωμένα παράθυρα. Και τότε μας χειροκρότησαν τα πουλιά και οι άγιοι στριμώχνονταν στους ουρανούς για να δουν το θαύμα από λιωμένη σάρκα και πλαστικό κι όλοι περίμεναν μια πνοή να του δώσει ζωή, όταν ένας αλήτης φύσηξε τον καπνό από την τελευταία τζούρα του και φτύνοντας στα θαύματα, τράβηξε να κρεμαστεί απ’ το σχοινί της καμπάνας.

Φτάνει.
Οι ποιητές έχουν πεθάνει.

Έτσι μου λένε...

Έφυγα νωρίτερα σήμερα το πρωί. Σε άφησα να κοιμάσαι γιατί κάτι με έπνιγε. Σηκώθηκα όπως ήμουνα και σύρθηκα προς το μπάνιο.

Μπορεί, αλλά εμένα μ’ αρέσουν οι μεγάλες κηδείες και οι μακρόσυρτες νεκρολογίες.

Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη φαινόταν κουρασμένο. Βγήκα στην πόρτα και κοίταξα στο κρεβάτι. Έπιανες μια γωνίτσα μόνο κι όμως φαινόσουν να είσαι βασίλισσα στο κάστρο σου. Έπιανες μια γωνίτσα γιατί δεν χρειαζόταν ποτέ να αποδείξεις τίποτα. Εκεί ήσουν κυρίαρχη.

Θέλω να πάρω μια ανάσα τώρα.

Κρυώνω μες στα κουρέλια που με τυλίγουν. Τα χέρια μου ζαρώσανε. Οι πλαστικές σακούλες γύρω μου, δεμένες η μια μετά την άλλη, στη σειρά, με ένα σπάγκο, είναι σημαδούρες που επιπλέουν στο πεζοδρόμιο. Με περικυκλώνουν προειδοποιώντας τους ανέμελους κολυμβητές της οδού Πανεπιστημίου να μην πλησιάσουν σ’ επικίνδυνα νερά. Κι έτσι κυλιέμαι στο δρόμο και τρώω αποτσίγαρα και δε μιλάω, ούτε παρακαλάω. Απλά βρίσκομαι εκεί και εκτίθεμαι. Γιατί ζω απ’ τη βρωμιά αυτής της πόλης και από τη βρωμιά αυτών των ανθρώπων. Είμαι η βρωμιά αυτών των ανθρώπων κι απλά θέλω τακτικά να τους το υπενθυμίζω.

Κάθομαι κι απαιτώ σιωπηλά να με ελεήσουν. Όλ’ αυτά που κλέψανε από μένα κι από κάθε σκουπίδι, τα χρωστούν. Γιατί δεν ήμασταν πάντα σκουπίδια. Κι αν μας κλέψανε ήταν γιατί δεν κλείναμε το σύρτη. Γιατί η πόρτα ήτανε πάντοτε ανοιχτή, μπας και μπει λίγο συμπόνια κι αντί γι’ αυτή μπήκε κλεψιά. Κλεψιά κι ένας παγωμένος αέρας, που έγινε ρεύμα και φύσηξε τα χρόνια μας έξω απ’ το παράθυρο.
Τα χέρια μου στραβώσανε και τα νύχια μου μακρύνανε και γυρίσανε προς τα μέσα κι η πλάτη μου καμπούριασε κι έτσι πως είμαι, σαν αρπαχτικό, σκέφτομαι να δώσω μια και να ξεσκίσω της σάρκες αυτού του κόσμου και να μην αφήσω τίποτα παρά ένα απορημένο καύκαλο γυμνό από κρέας, ξεραμένο και πεθαμένο όσο δεν πάει άλλο κι έπειτα να το θάψω βαθιά μέσα στη γη για να το ξεράσει κι αυτή μετά από χρόνια, απολίθωμα πια, αντικείμενο μελέτης για τις μέλλουσες γενιές, της προϊστορίας των ανθρώπων.

Κάνω να σηκωθώ μα τρέμουν τα πόδια μου κι έτσι ξαναπέφτω, βαρύς, πίσω στη γωνιά μου σφίγγοντας τα χέρια μου γροθιές μέχρι που τα νύχια μου οργώνουν τη σάρκα στις παλάμες και προσεύχομαι για μια καταστροφή σε έγκλιση Ευκτική.