2/9/08

Άντρας: Ήταν δικό της παιδί κι ήταν ξανθιά ή μελαχρινή και στείρα πίσω από το γυαλί της βιτρίνας. Η όψη χλωμή και το πλαστικό της δέρμα ούρλιαζε: «Αποφεύγετε την επαφή» και οι περαστικοί που στρίβαν τη γωνία χαμήλωναν το κεφάλι και μουρμούριζαν: «Σε περίπτωση επαφής με τα μάτια ξεπλύνετε αμέσως με άφθονο νερό». Ξέπλυνα με ξινισμένα δάκρυα, που κύλησαν ρυάκια στην αποχέτευση του δρόμου, κώνειο για το συμπόσιο των υπονόμων στην υγειά του καλού Κριτία και κάθε μπάσταρδου ρητορίσκου.

Σμίξαμε πάνω στο γυαλί και κοπήκαμε μικρές ηλιαχτίδες που βούλιαξαν σε εκείνο το ξέφωτο λίγο πιο πέρα απ’ το σπίτι με τα αμπαρωμένα παράθυρα. Και τότε μας χειροκρότησαν τα πουλιά και οι άγιοι στριμώχνονταν στους ουρανούς για να δουν το θαύμα από λιωμένη σάρκα και πλαστικό κι όλοι περίμεναν μια πνοή να του δώσει ζωή, όταν ένας αλήτης φύσηξε τον καπνό από την τελευταία τζούρα του και φτύνοντας στα θαύματα, τράβηξε να κρεμαστεί απ’ το σχοινί της καμπάνας.

Φτάνει.
Οι ποιητές έχουν πεθάνει.

Έτσι μου λένε...

Έφυγα νωρίτερα σήμερα το πρωί. Σε άφησα να κοιμάσαι γιατί κάτι με έπνιγε. Σηκώθηκα όπως ήμουνα και σύρθηκα προς το μπάνιο.

Μπορεί, αλλά εμένα μ’ αρέσουν οι μεγάλες κηδείες και οι μακρόσυρτες νεκρολογίες.

Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη φαινόταν κουρασμένο. Βγήκα στην πόρτα και κοίταξα στο κρεβάτι. Έπιανες μια γωνίτσα μόνο κι όμως φαινόσουν να είσαι βασίλισσα στο κάστρο σου. Έπιανες μια γωνίτσα γιατί δεν χρειαζόταν ποτέ να αποδείξεις τίποτα. Εκεί ήσουν κυρίαρχη.

Θέλω να πάρω μια ανάσα τώρα.

Κρυώνω μες στα κουρέλια που με τυλίγουν. Τα χέρια μου ζαρώσανε. Οι πλαστικές σακούλες γύρω μου, δεμένες η μια μετά την άλλη, στη σειρά, με ένα σπάγκο, είναι σημαδούρες που επιπλέουν στο πεζοδρόμιο. Με περικυκλώνουν προειδοποιώντας τους ανέμελους κολυμβητές της οδού Πανεπιστημίου να μην πλησιάσουν σ’ επικίνδυνα νερά. Κι έτσι κυλιέμαι στο δρόμο και τρώω αποτσίγαρα και δε μιλάω, ούτε παρακαλάω. Απλά βρίσκομαι εκεί και εκτίθεμαι. Γιατί ζω απ’ τη βρωμιά αυτής της πόλης και από τη βρωμιά αυτών των ανθρώπων. Είμαι η βρωμιά αυτών των ανθρώπων κι απλά θέλω τακτικά να τους το υπενθυμίζω.

Κάθομαι κι απαιτώ σιωπηλά να με ελεήσουν. Όλ’ αυτά που κλέψανε από μένα κι από κάθε σκουπίδι, τα χρωστούν. Γιατί δεν ήμασταν πάντα σκουπίδια. Κι αν μας κλέψανε ήταν γιατί δεν κλείναμε το σύρτη. Γιατί η πόρτα ήτανε πάντοτε ανοιχτή, μπας και μπει λίγο συμπόνια κι αντί γι’ αυτή μπήκε κλεψιά. Κλεψιά κι ένας παγωμένος αέρας, που έγινε ρεύμα και φύσηξε τα χρόνια μας έξω απ’ το παράθυρο.
Τα χέρια μου στραβώσανε και τα νύχια μου μακρύνανε και γυρίσανε προς τα μέσα κι η πλάτη μου καμπούριασε κι έτσι πως είμαι, σαν αρπαχτικό, σκέφτομαι να δώσω μια και να ξεσκίσω της σάρκες αυτού του κόσμου και να μην αφήσω τίποτα παρά ένα απορημένο καύκαλο γυμνό από κρέας, ξεραμένο και πεθαμένο όσο δεν πάει άλλο κι έπειτα να το θάψω βαθιά μέσα στη γη για να το ξεράσει κι αυτή μετά από χρόνια, απολίθωμα πια, αντικείμενο μελέτης για τις μέλλουσες γενιές, της προϊστορίας των ανθρώπων.

Κάνω να σηκωθώ μα τρέμουν τα πόδια μου κι έτσι ξαναπέφτω, βαρύς, πίσω στη γωνιά μου σφίγγοντας τα χέρια μου γροθιές μέχρι που τα νύχια μου οργώνουν τη σάρκα στις παλάμες και προσεύχομαι για μια καταστροφή σε έγκλιση Ευκτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: