12/9/08


Άντρας: Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσει κάποιος. Κι εσύ δεν περνάς. Παρατηρώ τους περαστικούς και μετράω καμπουριασμένες πλάτες. Πετάω σπόρια στα περιστέρια της Πλατείας. Σκορπιέμαι κι εγώ σαν τα σπόρια κάθε μέρα σε αγκαλιές και σταυρωτά φιλήματα και καλημέρες. Κι αυτές με τρώνε σαν τα περιστέρια.

Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσει κάποιος. Κι εσύ δεν περνάς. Παρατηρώ τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν και μετράω λεπτά. Πετάω λέξεις στους κάδους της Πλατείας. Σκορπάω τα πρόσωπα μου κάθε μέρα σε άγνωστους κατά συνθήκη ανθρώπους. Κι αυτοί τα παίρνουν, τα τσαλακώνουν και τα χώνουν στις τσέπες τους. Μου λένε «ευχαριστώ» και με πληρώνουν με κέρματα.

Περιμένω καθισμένος στο παγκάκι να περάσεις. Κι εσύ δεν περνάς. Και η απουσία σου σφίγγει την καρδιά μου σα μέγγενη. Κι όλοι με ρωτάνε «τί έχεις» και κανείς «τί σου λείπει». Κι εγώ ξέρω πως μου λείπει ένα πλευρό. Πως αν δεν έρθεις γρήγορα, θα ξαναγίνω χώμα και νερό. Κι είναι ντροπή, την πνοή που φύσηξες στο στόμα μου να την αφήσω να πάει χαράμι σε άγνωστους κατά συνθήκη ανθρώπους και σ’ άρρωστα της πόλης περιστέρια.

Γυναίκα: Ψάχνω να σε βρω μέσα στους λαβυρίνθους του χρόνου. Κι όλο μπερδεύομαι και χάνομαι. Σε βρίσκω πού και πού αργά τη νύχτα για λίγο, μα πριν προλάβω να σ’ αγγίξω ο χρόνος καμπυλώνεται και ξημερώνει. Και είναι μέρα. Κι αύριο.

Τρέχω ξανά και ψάχνω και μεγαλώνω. Κι όλο μπερδεύομαι και χάνομαι. Βλέπω τα μάτια μου σε κάτοπτρα. Μικρά, μεγάλα. Κι ο χρόνος καμπυλώνεται στις άκρες των ματιών μου και στα χείλια μου.
Γραμμές ο χρόνος, έκφρασης, λέω.
Και θέλω να σου πω πως σ’ αγαπώ κι όλο το αναβάλω γιατί είναι μέρα.
Κι αύριο.
Και είμαι πάλι μόνη.

Ήθελα μια στιγμή φευγαλέα σαν ανάμνηση αστραπής να σε ρωτήσω όταν με κοιτάς, τί βλέπεις. Μα ο χρόνος καμπυλώνεται κι αντί για σένα βρίσκομαι να με κοιτούν οι άλλοι και τρέχω να χωθώ σε κάτοπτρα. Μικρά, μεγάλα. Και ντύνομαι τους ρόλους μου. Γυναίκα. Μάνα. Σύζυγος. Πρώην.
Σκορπιέμαι σαν τα σπόρια που πετούν στα περιστέρια.
Κι εσύ δεν έρχεσαι να με μαζέψεις και να με πεις με τ’ όνομά μου.

Άντρας: Πώς να σε πω με τ’ όνομα που σε προδίνει σ’ αυτούς που θέλουν απαντήσεις; Ποιος το ‘κανε, ρωτούν. Ποιος τόλμησε.
Κι είναι τ’ όνομα ο καταδότης σου.
Η λέξη που σου δώσανε όταν γεννήθηκες μη και ξεφύγεις κάποτε και δε σε βρίσκουνε. Μη και πεθάνεις και δεν ξέρουνε ποια είσαι.
Γιατί ο κόσμος τις συγνώμες και τα ευχαριστώ τα δίνει σε ονόματα.
Χωρίς αυτά συγχώρεση κι ευγνωμοσύνη δεν υπάρχει…

Πώς να σε πω με τ’ όνομά σου χωρίς να γίνω κι εγώ ένας απ’ τους άλλους;
Τ’ όνομά σου το πετάς δεξιά κι αριστερά σε αγνώστους.
Το γράφεις σε χαρτιά που σαπίζουν μέσα σε υπόγεια, σε συρτάρια και χαρτοφύλακες.
Σκόνη.
Σκόνη είναι τ’ όνομά σου.

Γυναίκα: Κλείσε μου το στόμα. Δε θέλω να μιλάω πια. Δε θέλω να φιλάω. Κλείσε μου τα μάτια και τ’ αυτιά μου. Κλείσε με στο χέρι σου να είμαι μια παλάμη ανοιχτή. Να παίρνω και να δίνω τα νομίσματα των άλλων. Τις αμφιβολίες και τις ατράνταχτες πεποιθήσεις. Τα μεγάλα πιστεύω και τις σημαίες. Να σκουπίζω δάκρυα και ν’ αγγίζω κορμιά. Να γράφεται πάνω μου η μοίρα σε γραμμές και να σκληραίνω απ’ τη δουλειά. Να είμαι η «Γυναίκα» αφού δεν μπορώ να είμαι η Μαρία. Αφού δεν μπορώ να είμαι πρόσωπο, μιας και τα πρόσωπα τα ξεχνάς και δεν τ’ αντέχεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: