15/9/08

Ο κος Νέρτε


Έσκυψα το κεφάλι απογοητευμένος και περπάτησα προς την έξοδο. Άνοιξα την πόρτα και κοντοστάθηκα. Μπροστά μου μια κατσαρίδα διέσχιζε κατά μήκος το πεζοδρόμιο. Είχε κεραίες τα παιδικά μου χρόνια και φτερά την εφηβεία μου. Ανατρίχιασα από αηδία κι έκανα ένα βήμα πίσω.

Έκλεισα την πόρτα και της γύρισα την πλάτη. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ, σκούντηξα τρεις ψηλούς θαμπούς τύπους, που έφταναν ως το ταβάνι και παρήγγειλα ποτό. Η μπαργούμαν έσπρωξε το ποτήρι μπροστά μου. «Μια φορά θα χρειαστείς να σου κουρδίσουν τις χορδές. Θα είσαι έτοιμος;».

Έσπρωξε το ποτήρι προς το μέρος μου. Μετά χορεύοντας, πήρε δυο σφηνοπότηρα και τα στερέωσε στα μάτια της. Κρατώντας τα απ’ τους πάτους, έσπρωχνε τα χείλη των ποτηριών με τόση δύναμη κόντρα στους βολβούς που νόμιζες ότι θα τους έχωνε μέσα, να τους πιούμε μια κι έξω με αλάτι και να χτυπήσουμε μετά και τα ποτήρια με δύναμη στο ξύλο. Με κοίταζε επίμονα. «Ο κύριος Νέρτε δεν θα περάσει σήμερα. Μπορείτε να έρθετε αύριο.», είπε.

Κατέβασα τα μάτια στο ποτήρι μου. Συνήθως «έρχονται» αυτοί που μένουν σε ένα σημείο, τόσο που να τους προλάβεις. «Έρχονται» αυτοί που μένουν (ακόμη και για πάντα). Οι άλλοι, «περνούν» απλά. Τόσο απλά, που θα ‘λεγες μάλλον φευγαλέα. «Περνούν» αυτοί που φεύγουν, αυτοί που στην ουσία λείπουν. Ο κος Νέρτε, σκέφτηκα, δεν θα έρθει ποτέ. Ο κος Νέρτε θα περνάει όταν δεν είσαι εκεί μόνο και μόνο για να σου θυμίζει ότι πάντα για σένα έλειπε.

«Ήρθε η ώρα. Λέω να φεύγω». Ήπια το ποτό με μια γουλιά. Τα γουρλωμένα μάτια της μεγεθύνονταν από τους πάτους των ποτηριών. Πλήρωσα κι έκανα πάλι προς την πόρτα. Την άκουσα πίσω μου να κλαίει: «Να ‘μενες λίγο, μυαλό μου! Να ‘μενες λίγο ακόμα…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: