6/9/08

Γυναίκα: Αυτό έχεις να μου πεις;

Άντρας: Όχι.

Γυναίκα: Εχθές σε περίμενα. Δεν ήρθες ποτέ.

Άντρας: Όταν γελάς φαίνεσαι ακίνδυνη. Το ξέρω, όμως, πως δεν είσαι. Κάτι μέσα μου, μου λέει πως όποιον αγγίζεις, τον κατασπαράζεις.

Γυναίκα: Ήθελα μια αγκαλιά…

Άντρας: Δεν κατάλαβα τι εννοούσες. Όταν έσκυβες και μου ψιθύριζες τις νύχτες, κοιμόμουν, φαίνεται, βαριά. Έβλεπα στον ύπνο μου πως γύριζα όλους τους τόπους κι άφηνα πίσω μου κάθε φορά έρημα σπίτια, έτοιμα να γεμίσουν με τον επόμενο ξένο επισκέπτη.

Γυναίκα: Όταν γελάς θέλω να σε κοιτάζω. Να ακουμπώ το βλέμμα μου πάνω στη γραμμή των χειλιών σου και να κατρακυλώ προς το λαιμό και το στέρνο σου…

Άντρας: Προτιμώ αυτά που θέλω να σου πω, να σου τα γράψω. Είναι πιο εύκολο για μένα…

Γυναίκα: Μερικές φορές νομίζω πως η Άβυσσος με εγκαλεί για πράξεις και για παραλήψεις ζωής και τότε ζαρώνω σε μια μικρή γωνίτσα γιατί ο ρυθμός δε με ακολουθεί κι όλο το πλήθος των λερών αποχρωματισμένων λακέδων με κατηγορεί πως νοιάστηκα πως άκουσα πως μύρισα πως γεύτηκα μα εγώ ξέρω πως μέχρι σήμερα δεν έζησα απλά πέρασα για λίγο και σταμάτησα έξω από τη βιτρίνα και κοίταξα ω πως κοίταξα αχόρταγα και ζηλόφθονα και δολοφονικά πάντα όμως με τα χέρια στις τσέπες και με τη μύτη της φαλτσέτας που κρατούσε εκείνος ο άγνωστος πίσω μου να μου τρυπάει το νεφρό με έπαιρνε μετά με τρόπο και με άδειαζε σε ένα σκαμπό πλεχτό από τριχιά κάτω από το τραπέζι της κουζίνας και η σταλαγματιά πάντα να σφυροκοπάει τη λίμνη που ξανοιγόταν κάτω από τη βρύση του νεροχύτη μέσα στο τηγάνι.

Άντρας: …Δεν είμαι και πολύ καλός στο γράψιμο. Ερασιτέχνης. Μπερδεύομαι με τις λέξεις. Συγχρωτίζομαι με αντιφατικά νοήματα…

Γυναίκα: Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και σκαρφάλωσα πάνω φύσηξε τότε ένα αδύναμο αεράκι από το φωταγωγό και βρεθήκαμε στο κέντρο στο κέντρο μικρέ μου στο στόχο δηλαδή εκεί που έπρεπε να είμαστε από την αρχή στη μήτρα και ξανά πίσω στην εποχή που ανακαλύψαμε μικρέ μου ηλίθιε κόσμε τη συγκατάβαση.

Άντρας: Σε παρακαλώ να είσαι επιεικής και μη γελάσεις… Εντάξει, κάποια πράγματα μπορεί να σου φανούν λίγο παιδικά. Ίσως να είναι κιόλας…

Γυναίκα: Λίγο πιο μπροστά ήταν το σπίτι που άφησα πίσω. Χρόνια ξαναγυρίζω για να φύγω πάλι στις σκέψεις που αγάπησα στις μνήμες που τραγούδησα μνήμες αλλότριες δικές μου όμως και μέσα στο όνειρο το όνειδος που προσπαθώ να διώξω και η μυρωδιά από ναφθαλίνη και η φορμόλη που μου δίνουν για νερό και η κλειστοφοβία μου δεν το πνίγουν αυτό το τραγούδι γιατί ξανατραβάω μπροστά και γυρνώντας πίσω ξαφνικά με παίρνει το παράπονο γιατί την ψυχή μου την περπάτησαν και την καρδιά μου την όργωσαν και τι να σπείρω εγώ στη στέρφα γη μόνο ντροπή μου απόμεινε κι αυτή καρπό δε βγάζει.

Άντρας: …Τουλάχιστον σκέψου ότι για μένα είναι πιο εύκολο να αντικρίζω μια λευκή κόλλα χαρτί παρά το πρόσωπό σου… Εσύ μιλάς στους ανθρώπους πιο εύκολα…

Γυναίκα: Σε ποιόν να μιλήσω και τί να πω; Πού να κοιτάξω; Παντού είμαι εγώ είμαι εσύ κι αυτός είμαι το ίδιο το αυτό το ένα το κοινό το μηδενικό πηλίκο το απροσδιόριστο και το όνειρο το σπίτι ναι είμαι κι αυτό κι ευτυχώς τα πτώματα σήμερα βρωμούν λιγότερο και μιλούν περισσότερο και κάτι προσπαθούν να πουν γι’ αυτό το χώμα που σ’ ένα όνειρο ήταν δικό τους αλλά και πάλι σιβυλλικός ο λόγος γιατί μόλις ξυπνούν το όνειρό μου το ξεχνούν και το πώς μυρίζει η βροχή και το καμένο ξύλο στη μασίνα…

Άντρας: …Ξέρεις τι θέλω; Θέλω να πάμε ένα ταξίδι. Οι δυο μας. Βέβαια, το ξέρω, το πρόγραμμα σου είναι πιεστικό και είναι και η δουλειά μου. Τα ωράρια, βλέπεις είναι περίεργα…

Γυναίκα: Το σπίτι χάνεται στον ορίζοντα κι ο δρόμος ξεθωριάζει. Πού να τραβάμε τώρα Ιάσονα… Ξέρω πως πίσω η Αργώ περιμένει να μας θάψει κάτω από σπασμένα δοκάρια. Πώς όμως να της το αρνηθείς; Αυτή μας πέρασε τις συμπληγάδες και μας έφερε πίσω στο αποστειρωμένο δωμάτιο του βραδύνου σύγχρονου κόσμου. Πάμε να θαφτούμε, αν πρέπει να θαφτούμε. Μόνο μια στιγμή άσε με, γιατί λίγο πιο μπροστά βλέπω το σπίτι που άφησα πίσω. Άσε με να ξαναγυρίσω…

Άντρας: Σου μιλάω! Πού έχεις το μυαλό σου;

Γυναίκα: Κατηγορήθηκα γιατί, καταδικάστηκα γιατί και ξαναγύρισα γιατί η Άβυσσος με εγκαλεί και το ακροατήριό μου έχει ξαναστηθεί. Γιατί δεν υπάρχει κάποιο μικρό αστέρι και κάποιο τραγούδι, γιατί υπάρχει μόνο συγκατάβαση και καταραμένη μετριότητα.

Άντρας: Νομίζω θα αδιαφορούσες ακόμη κι αν σου ‘λεγα πως σ’ αγαπώ.

Γυναίκα: Αγάπη… Ξεχνάς, αλλά ξέρεις.
Αγάπη! Το ξέρω ότι μας ξέρεις.
Βγες και περπάτα στις βιτρίνες. Αν είσαι αρκετά παράλυτη, μπορεί να νομίσεις ότι έζησες. Κοίτα όμως μη σε ξεγελάσουν οι μαινάδες γιατί μπορεί κι εσύ, όπως κι εγώ, να βρεθείς ξαφνικά ζαρωμένη σε μια μικρή γωνίτσα, κρατώντας και χαϊδεύοντας στα πόδια σου, μπροστά σε ένα πλήθος λερών αποχρωματισμένων λακέδων, το κεφάλι του μωρού σου, κομμένο.


Άντρας: Γιατί κλαις; Έχεις ασπρίσει…

Γυναίκα: Μέσα μου κάνει κρύο. Χιονίζει…

Δεν υπάρχουν σχόλια: