3/9/08

Θέλω να πάρω μια ανάσα τώρα.

Κρυώνω μες στα κουρέλια που με τυλίγουν. Τα χέρια μου ζαρώσανε. Οι πλαστικές σακούλες γύρω μου, δεμένες η μια μετά την άλλη, στη σειρά, με ένα σπάγκο, είναι σημαδούρες που επιπλέουν στο πεζοδρόμιο. Με περικυκλώνουν προειδοποιώντας τους ανέμελους κολυμβητές της οδού Πανεπιστημίου να μην πλησιάσουν σ’ επικίνδυνα νερά. Κι έτσι κυλιέμαι στο δρόμο και τρώω αποτσίγαρα και δε μιλάω, ούτε παρακαλάω. Απλά βρίσκομαι εκεί και εκτίθεμαι. Γιατί ζω απ’ τη βρωμιά αυτής της πόλης και από τη βρωμιά αυτών των ανθρώπων. Είμαι η βρωμιά αυτών των ανθρώπων κι απλά θέλω τακτικά να τους το υπενθυμίζω.

Κάθομαι κι απαιτώ σιωπηλά να με ελεήσουν. Όλ’ αυτά που κλέψανε από μένα κι από κάθε σκουπίδι, τα χρωστούν. Γιατί δεν ήμασταν πάντα σκουπίδια. Κι αν μας κλέψανε ήταν γιατί δεν κλείναμε το σύρτη. Γιατί η πόρτα ήτανε πάντοτε ανοιχτή, μπας και μπει λίγο συμπόνια κι αντί γι’ αυτή μπήκε κλεψιά. Κλεψιά κι ένας παγωμένος αέρας, που έγινε ρεύμα και φύσηξε τα χρόνια μας έξω απ’ το παράθυρο.
Τα χέρια μου στραβώσανε και τα νύχια μου μακρύνανε και γυρίσανε προς τα μέσα κι η πλάτη μου καμπούριασε κι έτσι πως είμαι, σαν αρπαχτικό, σκέφτομαι να δώσω μια και να ξεσκίσω της σάρκες αυτού του κόσμου και να μην αφήσω τίποτα παρά ένα απορημένο καύκαλο γυμνό από κρέας, ξεραμένο και πεθαμένο όσο δεν πάει άλλο κι έπειτα να το θάψω βαθιά μέσα στη γη για να το ξεράσει κι αυτή μετά από χρόνια, απολίθωμα πια, αντικείμενο μελέτης για τις μέλλουσες γενιές, της προϊστορίας των ανθρώπων.

Κάνω να σηκωθώ μα τρέμουν τα πόδια μου κι έτσι ξαναπέφτω, βαρύς, πίσω στη γωνιά μου σφίγγοντας τα χέρια μου γροθιές μέχρι που τα νύχια μου οργώνουν τη σάρκα στις παλάμες και προσεύχομαι για μια καταστροφή σε έγκλιση Ευκτική.

Γυναίκα: Πριν μου πεις αυτό που θες, να κλέψεις λίγο χρόνο από τη στημένη εκτέλεση. Να αφήσεις το πλήθος παραδομένο σε ξέφρενες ιαχές να το παρασέρνει η έξαψη μπροστά στο ικρίωμα και να με επισκεφτείς στο κελί μου να μ’ εξομολογήσεις και να με μεταλάβεις. Κι εγώ θα γονατίσω και θα κλάψω μετανιωμένη για όλ’ αυτά που δεν έκανα.

Στο δρόμο, κάτω από τα πόδια σου σπάει η άσφαλτος. Από κάτω σκάει το κύμα. Κι εσύ κάθεσαι σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο στην ακροθαλασσιά. Το νερό μαυρίζει σαν ακουμπά τα πόδια σου κι εσύ πετάς μέσα τσίγκινα καπάκια μπουκαλιών σα να’ ναι βοτσαλάκια. Γαλάζια, μαύρη θάλασσα. Σφυρίζουν τετράτροχα πλοία γύρω σου κι εσύ ρωτάς για τον Αλέξανδρο. Όλα πήγαν στραβά ή μήπως όχι;

Άντρας: Κάποια μέρα μπορεί να’ ναι αλλιώς τα πράγματα. Μπορεί να ιδωθούμε και να γυρίσει πλευρό ο χρόνος. Να ονειρευτεί ένα άλλο μέλλον. Κι αυτή η εκούσια αδιαφορία κι αυτή η ακούσια ανάμνηση μπορεί να σκορπίσουν, να χαθούν.

Γυναίκα: Προς το παρόν αναμένουμε. Φωνασκούμε «εσωτερικώς», σιωπούμε «εξωτερικώς» και ποθούμε «διακαώς». Δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα και δυστυχώς δεν προλαβαίνεις να μου μάθεις να αγαπώ «ιδιοτελώς».

Προς το παρόν δεν έχει μέλλον, μόνο παρελθόν. Καμιά πυξίδα δεν οδηγεί στη λύση. Ο Προσαγωγέας μας μένει μετέωρος. Κανείς δεν ξέρει πια τον βασιλιά Αλέξανδρο.

Άντρας: Τώρα που δε μ’ ακούει κανείς
Θέλω να φωνάξω τις πιο μύχιες σκέψεις μου.
Γι’ αυτά τα αποπαίδια του συνειδητού
Θα βροντήξει στεντόρεια η ηχώ της κραυγής μου.

Έγραφα από ψηλά και στο τέλος έσκιζα τις σελίδες και τις έριχνα από την ταράτσα. Μετά τις παρατηρούσα να πέφτουν μία μία. Και η καθεμιά ξεχωριστά κόλλαγε κάπου στο δρόμο. Κάποιο ξεστρατισμένο αεράκι τη χάιδευε κι εκείνη πείσμωνε και πήγαινε κόντρα στην πτώση. Από κάτω, καρφιά ψηλά και πάνω τους χιλιάδες σκέψεις καρφωμένες να αιμορραγούν στην αιωνιότητα και το αίμα να κυλάει γύρω τους, να τρέχει πάνω στα καρφιά και να σχηματίζει μια τάφρο γύρω απ’ το ψηλό μου φρούριο. Η πτώση, όμως, ήταν αναπόφευκτη. Ακούς γυναίκα; Τον καρπό τον έφαγες, τον χώνεψες, με έκρινες. Απ’ το κουκούτσι που έφτυσες βγαίνει τώρα ο βλαστός.

Γι’ αυτό πρέπει να μείνεις, να λυγίσεις, να μ’ αφήσεις να σ’ εξουσιάσω, να σε κατακλύσω μ΄ όλη την ουσία που σταλάζει το Είναι μου. Έλα να γίνεις μέρος του εαυτού μου Μαρία ή Στέλλα ή Άννα, άκου πως τραγουδούν τα χελιδόνια πάνω στα καλώδια και τις κεραίες! Θα βγάλουμε καρκίνο απ’ ολ’ αυτά μια μέρα το ξέρεις; Απ’ τις κεραίες, τα κινητά, τα αεροζόλ, τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη. Πολύ άγχος, πολλή πίεση η αγάπη…

Κάθε μια σας μου λέει όλο και λιγότερα. Τελικά είναι θέμα κοινής καταγωγής. Η αναγωγή στο απόλυτο θήλυ απαντά στο γιατί διαφέρετε τόσο λίγο Μαρία ή Στέλλα ή Άννα. Η αλήθεια είναι ότι είστε μία, μία μόνη. Τελειώνω. Σειρά σου να πέσεις στο κενό. Τόσες σκέψεις πεταμένες, καρφωμένες η μια πάνω στην άλλη… Στην ουσία μία. Φαινομενικά, χιλιάδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: