15/9/08

Ο παλιάτσος με το βιολί


Ακούω το τραγούδι του παλιάτσου που χορεύει στην ερειπωμένη κεραμοσκεπή, απέναντι, σ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο ακόμη κι απ’ το χρόνο γκρέμι, μ’ ένα ξεκούρδιστο βιολί, με την γλυκιά σιγουριά του θανάτου να λούζει το χλωμό του πρόσωπο όπως το φεγγαρόφωτο που γλυκαίνει τους ατσάλινους κάδους του δήμου. Κι είναι στα μάτια του η απόλυτη φωτεινότητα των αστεριών από τα βράδια που θυμάται, εκεί, μακριά, στις όχθες της λίμνης. Της λίμνης που ονομάζουν Δάσπαστα Ρέικια.

Και πέφτει το δοξάρι στις χορδές σαν το καλό νυστέρι που κόβει το κρέας της νύχτας. Και η νύχτα με τις γιρλάντες και τα φώτα, γεννιέται και πεθαίνει κάθε 24 γλιτσερές ώρες, το φθινόπωρο στην Κλαυθμόνος, στην Αθηνάς και στα Πατήσια.

Τα πουλιά κάθονται στις υδρορροές και φτιάχνουν φωλιές κάτω από κλιματιστικά και φωτεινές επιγραφές. Και δεν πάνε στους ακάλυπτους για κάποιο σκοτεινό λόγο. Τα πουλιά ξέρουν ότι στους ακάλυπτους κοιμάται κι ονειρεύεται η θλίψη και στήνει καρτέρι μ’ ανοιχτό το στόμα περιμένοντας το θύμα της να πέσει μέσα. Φρεάτια κι ακάλυπτοι χώροι μαγνητίζουν την θλίψη και την αυτοκτονία. Το τραγούδι σταματά. Το αίμα κάνει πλουμιστά σχέδια στα λούκια και στα φρεάτια του δρόμου. Βρέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: