14/9/08

Τέμνονται

Την είδα και ξερίζωσα το μάτι μου. Πήρα το μαχαίρι που έκοβα τα ψωμιά κι άνοιξα μια τρύπα στη φτέρνα μου. Έχωσα μέσα το μάτι μου και πάτησα με δύναμη το πόδι κάτω για να μπει στη σωστή θέση. Πόνεσα.

Ήταν λεπτή και λεπτή. Σαν αγιογραφία. Ακούμπησε την τσάντα της στον πάγκο μπροστά στα παράθυρα κι αυτά έβγαλαν φτερά και πέταξαν έξω. Βγήκα κι εγώ από το πόστο μου στην πόρτα να τ’ αγναντέψω γιατί είχανε σταθεί και φτερούγιζαν πάνω απ’ την πλατεία. Ήμουν έξω αλλά μέσα.

Ένας περαστικός με σκούντηξε και ταράχτηκα. Τον έσπρωξα κι εγώ με τον αγκώνα μου. «Τι θες εδώ εσύ; Φύγε γρήγορα απ’ το μέσα μου» του είπα. Εκείνος γύρισε και είδα ότι είχε μια μαύρη τρύπα στο πρόσωπο από τα δεξιά στη θέση του ματιού. «Εγώ απλώς περνάω» είπε κι απομακρύνθηκε γρήγορα. Φόρεσα κι εγώ το δέρμα μου γιατί είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, κατέβασα την τέντα και ξαναμπήκα στο μαγαζί.

Δε μου μίλαγε. Στάθηκα κι εγώ μπροστά της σαν βουνό απόκρημνο. Δε με κοίταγε. Κάποια στιγμή έβγαλε καρφιά στα χέρια και στα πόδια της και με σκαρφάλωσε και χωρίς να σταθεί στην κορυφή μου, κατέβηκε την πλάτη μου. Ήπιε δυο γουλιές καφέ κι έφυγε. Τα παράθυρα, ψηλά τακούνια που χτυπάνε στο πλακάκι και η πόρτα να κλείνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: