4/9/08

Γυναίκα: Δεν άφησες ποτέ κάποιο ίχνος. Δεν άφησες σημείωμα. Το σπίτι ήταν όπως κάθε φορά. Τα ρούχα παρατημένα πάνω στην πολυθρόνα και η κούπα σου με τον καφέ μισογεμάτη στο τραπεζάκι του σαλονιού.

Αγόρι: Μαμά, σήμερα φαίνεσαι διαφορετική. Η αγκαλιά σου μοιάζει πιο μικρή.

Γυναίκα: Πήρες αυτά που άγγιξες. Τα πήρες μαζί σου. Στα χέρια σου κρέμονται τούφες από τα μαλλιά μου, κομμάτια του προσώπου μου, το στήθος μου. Περπατάς και σέρνεις μαζί σου στο δρόμο ένα κουφάρι.

Αγόρι: Γιατί βάφεις τα μάτια σου μαμά; Να πάρω αυτό το μολύβι, να το πάρω; Θέλω να ζωγραφίσω. Μυρίζεις ωραία μαμά…

Γυναίκα: Κι εμένα με άφησες να κρύβομαι. Μη και με δουν λειψή.

Αγόρι: Μαμά, όταν μεγαλώσω, θα ξέρω πώς να σε αγκαλιάζω σωστά;

Μαμά, έχω να σου πω μια ιστορία.

Άντρας: Το τσίρκο είναι άδειο. Δεν έχω θεατές και χειροκρότημα. Μόνο τα άδεια καθίσματα. Από μικρός ήθελα να γίνω ή θηριοδαμαστής ή ακροβάτης. Όταν ενηλικιώθηκα, επέλεξα να γίνω ακροβάτης γιατί μέχρι την εφηβεία μου είχες μάθει να λυπάμαι τα θηρία. Μου δώσαν και μια φανταχτερή στολή με χρυσές βάτες και μεγάλα κουμπιά στο σακάκι. Ήταν όμορφη και με έκανε να φαίνομαι σημαντικός. Εγώ φυσικά ήξερα τι ήμουν, αλλά ο κόσμος που με έβλεπε δεν ήξερε και κατά κάποιο τρόπο η στολή διόρθωνε αυτή την παρατυπία.

Μετά λυπήθηκα, μάλλον, το θηριοδαμαστή, όταν τον δάγκωσε βάναυσα στο πόδι κατά τη διάρκεια της παράστασης ένα αδέσποτο κοπρόσκυλο που είχε τρυπώσει στο τσίρκο σαν κλέφτης κι έτσι κατέληξα στο ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχα πάρει τη σωστή απόφαση.

Το σκυλί το πήρε ο μπόγιας. Δεν το ξαναείδα από τότε. Μάλλον έπαθε αυτό που αξίζει σε κάθε παρείσακτο. Όλοι το ξεχάσανε.

Ο θηριοδαμαστής απ’ τη ντροπή του παραιτήθηκε. Δεν ξαναγύρισε στο τσίρκο. Έπιασε δουλειά στο δήμο. Μάζευε σκουπίδια και ξερά φύλλα στο πάρκο με ένα κοντάρι με καρφί στην άκρη. Είχε ξυρίσει και το μακρύ του γένι, καθώς το απαγορεύει ο δημοτικός κανονισμός και ήταν σε όλα «εντάξει». Από τότε, λιοντάρια, τίγρεις, ζέβρες και λεοπαρδάλεις κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στο τσίρκο –γι’ αυτό δεν είχα θεατές, όχι ότι δεν έκανα καλή παράσταση- κι εγώ είχα μεταφερθεί μόνιμα πια, στο τεντωμένο σχοινί .

Στην αρχή τα βήματά μου ήταν πολύ προσεκτικά. Μικρά και φοβισμένα. Τα θηρία περίμεναν από κάτω, πότε θα κάνω το στραβοπάτημα και γυρνούσαν σε κύκλους κουνώντας τις ουρές τους και γλύφοντας λαίμαργα τα μουστάκια τους, αλλά εγώ πάντα ανέβαλα το γεύμα για την επόμενη μέρα. Έτσι πέρασαν χρόνια. Τα θηρία έφαγαν το ένα το άλλο κι εγώ έμενα στο σχοινί από συνήθειο.

Μια μέρα έμαθα πως ο θηριοδαμαστής πέθανε. Τον βρήκαν, λέει, ξημερώματα στο πάρκο να κάθεται σ’ ένα παγκάκι. Είχε ακουμπήσει τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στο κοντάρι του, σαν να ’τανε μπαστούνι και πάνω στήριζε το κεφάλι του. Όταν τον πλησίασαν, είδαν το καρφί να διαπερνά τις παλάμες του, να μπαίνει από το σαγόνι και να βγαίνει από εκεί που θα έπρεπε να είναι το αριστερό του μάτι. Το μάτι του δεν το βρήκανε. Θα το είχαν φάει τα περιστέρια.

Όταν το ’μαθα, έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, αλλά ήξερα πως είχα κάποιον, που κάποια στιγμή θα μπορούσαμε, δεν ξέρω, έτσι, για όταν θα κατέβαινα δηλαδή απ’ το σχοινί… Σκατά. Τώρα, με ποιόν ν’ αλλάξω μια κουβέντα;
Τον μαλάκα. Τον μίσησα.

Στην κηδεία δεν πήγα. Η γυναίκα του μου έφερε το κοντάρι του. Μου είπε πως ήμουν ο μόνος φίλος του που γνώριζε. Της είχε μιλήσει για μένα. Με περίμενε, λέει. Ήξερε πως κάποια μέρα θα πέρναγα απ’ το πάρκο να τον πάρω, να πάμε για μια μπύρα, σα παλιοί συνάδελφοι που λένε, ίσως σε κανένα καφενείο εκεί κοντά, έτσι, να καθόμασταν και…
Δεν μου είπε τίποτε άλλο.

Τότε μέσα μου σα να μαλάκωσα λιγάκι. Με θεωρούσε κι αυτός φίλο τελικά. Η γυναίκα πρότεινε το κοντάρι προς το μέρος μου. Τεντώθηκε για να με φτάσει, έσκυψα κι εγώ όσο μπορούσα, δεν μπορούσα να το πιάσω καλά. Έφτανα με τις άκρες των δακτύλων μου το ματωμένο καρφί, αλλά συνέχεια μου γλίστραγε.

Αγόρι: Μαμά, δεν σε φτάνω.

Γυναίκα: Προσπάθησε.

Άντρας: Εγώ τεντώθηκα κι άλλο και προς στιγμή, αλήθεια σου λέω, κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω. Το αίμα μου είχε ανέβει στο κεφάλι και τα μάτια μου είχαν πεταχτεί έξω από την πίεση. Τότε παραιτήθηκα…

Αγόρι: Δεν σε φτάνω σου λέω!

Άντρας: …κι άρχισα να κλαίω.
Γυναίκα: Είσαι ακροβάτης. Στο χέρι σου είναι. Αν θέλεις, μπορείς να τεντωθείς κι άλλο και να με φτάσεις.

Αγόρι: Δεν μπορώ!

Άντρας: …και τα κλάματα ξέσπασαν σε αναφιλητά.

Γυναίκα: Δεν μπορείς; Τί πάει να πει δεν μπορείς; Κι αυτός γιατί έφυγε, για το τίποτα;

Άντρας: Μαζεύτηκε βίαια προς τα πίσω. Το πρόσωπό της είχε τραβηχτεί στις άκρες από την υπερπροσπάθεια. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είδα πως είναι από μέσα. Κάθε φλέβα, κάθε μυ, κάθε νεύρο. Τα κόκκαλα της να συσπειρώνονται σαν ελατήρια. Μ’ ένα απότομο τίναγμα του δεξιού της χεριού, εκσφενδόνισε το κοντάρι.

Γυναίκα: Θα σε μάθω εγώ να μπορείς! Θες δε θες! Θα σε κάνω εγώ να με φτάσεις!

Άντρας: Βρυχήθηκε όταν πίστευα πως όλα τα θηρία είχαν πεθάνει και το κοντάρι έσκισε τον αέρα με ασύλληπτη ταχύτητα για να καταλήξει με το καρφί του ανάμεσα στα κατάπληκτα μάτια μου.

Σπάραξα. Με το ζόρι διατήρησα την ισορροπία μου. Εκείνη, ίσιωσε τη φούστα της, την έφερε καλά στη μέση της, τίναξε το πουκάμισό της και με δυο τρεις πεταχτές κινήσεις έστρωσε τα μαλλιά της. Μου γύρισε την πλάτη και περπάτησε προς την έξοδο της σκηνής.

Αγόρι: Γιατί με χτύπησες;

Άντρας: …γρύλισα.

Αγόρι: Γιατί;

Γυναίκα: Πρέπει να πάω για δουλειά. Σκέψου τι έκανες. Θα τα πούμε μετά.

Άντρας: Δε γύρισε. Μόνο βγαίνοντας, χειροκρότησε.

Το κοντάρι το κράτησα. Σκέφτηκα πως μπορεί μια μέρα να μου φανεί χρήσιμο. Το άφησα ακριβώς εκεί που καρφώθηκε. Το βάρος, βέβαια, ήταν μεγάλο. Περπατούσα στο τεντωμένο σχοινί με το κεφάλι σκυμμένο και το κοντάρι να ορίζει μια νοητή ευθεία από τα μάτια μου, στο έδαφος.

Έτσι, πέρασαν κι άλλα χρόνια. Οι θέσεις στις κερκίδες άρχισαν να σαπίζουν. Η τέντα είχε σχιστεί σε 3 - 4 σημεία. Το σχοινί μου έτριζε. Είχε ξεφτίσει στις άκρες. Από τα φώτα που ορίζουν την περίμετρο της κυκλικής σκηνής, τα 2/3 είχαν σβήσει. Οι ελάχιστες λάμπες που δεν είχαν ακόμη καεί, τρεμοπαίζανε σαν αστέρια στο σκοτάδι που άπλωνε κάτω από τα πόδια μου κάθε βράδυ. Κι έτσι θα έλεγε κανείς πως είχα το δικό μου νυχτερινό ουρανό και τα δικά μου αστέρια και το δικό μου κατακόρυφο προσανατολισμό.

Κάποτε, το πήρα απόφαση. Το τσίρκο είχε κλείσει. Τράβηξα κι εγώ το κοντάρι, το άφησα να πέσει. Έκανα πιο μεγάλα βήματα στο σχοινί και ισορροπούσα γέρνοντας το κεφάλι πότε δεξιά, πότε αριστερά ίσα για να μη γλιστρήσω και βρεθώ στο χώμα και λερώσω τη στολή μου. Ώσπου μια νύχτα, σβήνουν και τα φώτα και μένω σύξυλος στη μέση του σχοινιού κοιτώντας όλο απορία το σκοτάδι γύρω μου.

Σιγά σιγά στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Η τέντα είναι σάπια και μια μεγάλη τρύπα πάνω από το κεφάλι μου αφήνει ένα κομμάτι ουρανού ακάλυπτο. Έχει ξαστεριά. Κι ο ουρανός αυτός είναι μεγάλος και παγωμένος κι άπειρος και μπαίνει μέσα από την τρύπα της τέντας στο τσίρκο μου και μέσα από την τρύπα του κρανίου μου στο μυαλό μου.

Κι εγώ γίνομαι μικρός. Και το σχοινί, γίνεται λεπτό σα κλωστή. Πού να τολμήσω βήμα. Σκύβω και τυλίγω γύρω του τα πόδια μου, γραπώνομαι πάνω του με τα χέρια. Κοιτάζω κάτω και ξέρω ότι κάπου στο σκοτάδι είναι το κοντάρι. Τώρα το χρειάζομαι. Όλα τελείωσαν, εκτός από μένα. Πότε; Πότε αυτή η κλωστή θα σπάσει;

Φοβάμαι μη σπάσει. Φοβάμαι μη σπάσει. Φοβά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: